Με χαρακτηριστική «ευλάβεια» συνεχίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη τη διάλυση του ΕΣΥ και τη συστηματική υποβάθμιση των δημόσιων νοσοκομείων, ειδικά στη βόρεια Ελλάδα. Σε μια από τις πιο νευραλγικές πόλεις για εθνικούς και κοινωνικούς σκοπούς, την Ξάνθη, το νοσοκομείο λειτουργεί χωρίς ούτε μια ΜΕΘ για τέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Το δε ιατρικό προσωπικό είναι κάτι παραπάνω από λειψό, αφού από το νοσοκομείο λείπουν 43 γιατροί! Ουσιαστικά πρόκειται για σχεδόν τις μισές θέσεις που αναλογούν στο δυναμικό που θα έπρεπε να έχει το νοσοκομείο!
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Ξάνθης, Απόστολος Κυριαλάνης, από τις 102 θέσεις γιατρών που προβλέπει το οργανόγραμμα για το νοσοκομείο Ξάνθης, σήμερα είναι καλυμμένες μόλις οι 59 δηλαδή περίπου το 55%. Το αποτέλεσμα είναι οι εφημερίες να υπολειτουργούν και να βγαίνουν με μεγάλη δυσκολία, προκαλώντας τεράστια κόπωση σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Το νοσοκομείο Ξάνθης αντιμετωπίζει ελλείψεις για αρκετά χρόνια, αλλά η κατεξοχήν συνθήκες διάλυσης ήρθαν τον καιρό της πανδημίας. Τότε που με 35.000 θανάτους (οι περισσότεροι εξ’ αυτών εκτός ΜΕΘ) αναδείχθηκε ότι η χώρα έπρεπε άμεσα να ενισχύσει το ΕΣΥ για να ανταπεξέλθει στις υγειονομικές προκλήσεις του μέλλοντος. Και όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε ακριβώς το αντίθετο. Εκμεταλλεύτηκε την κατάρρευση του ΕΣΥ και τη χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για το περεταίρω ξεπούλημα της δημόσιας υγείας.
Και σήμερα έχουμε τα δραματικά αποτελέσματα. Ο κόσμος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί, οι γιατροί παραιτούνται σωρηδόν λόγω των τραγικών συνθηκών εργασίας και το υπουργείο Υγείας ασχολείται με τις φιέστες για τα απογευματινά χειρουργεία επί πληρωμή.
Ακόμα και στον παθολογικό τομέα που είναι ο πιο βασικός για ένα νοσοκομείο, το νοσοκομείο Ξάνθης παρουσιάζει μεγάλες ελλείψεις. Ο κ. Κυριαλάνης σημειώνει ότι υπάρχουν μόλις δύο παθολόγοι και άλλοι δύο ειδικευόμενοι, οι οποίοι όμως καλύπτουν και άλλες κλινικές, αφού το νοσοκομείο Ξάνθης δε διαθέτει πολύ σημαντικές ειδικότητες γιατρών, όπως γαστρεντερολόγο, ογκολόγο και ενδοκρινολόγο. Το δε οργανόγραμμα προβλέπει 7 θέσεις παθολόγων και άλλες 9 ειδικευόμενων.
Προκειμένου να βγει στοιχειωδώς η δουλειά, ακολουθείται η γνωστή τακτική των μετακινήσεων γιατρών, δηλαδή το μόνιμο «μπάλωμα» που ακολουθεί το υπουργείο Υγείας, ενισχύοντας ένα νοσοκομείο με έναν γιατρό και στερώντας τον από κάποιο άλλο.
Με τους μισθούς των γιατρών του δημοσίου να παραμένουν «κολλημένοι» σε πενιχρά επίπεδα (σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και τον δημόσιο άλλων χωρών), οι θέσεις εργασίας που προκυρύσσονται, συνεχίζουν να μην καλύπτονται. Τίποτε δεν προμηνύει ότι η κατάσταση του ΕΣΥ θα αλλάξει προς το καλύτερο. Το αντίθετο μάλιστα.
Αναλυτικά οι δηλώσεις του κ. Κυριαλάνη:
«Τα προβλήματα στο νοσοκομείο μας, τα οποία απορρέουν κυρίως από την έλλειψη γιατρών, υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια. Όμως η περίοδος της πανδημίας του κορωνοϊού τα έκανε ακόμα μεγαλύτερα, αφού η τεράστια κόπωση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί ακόμα περισσότερο το ιατρικό προσωπικό.
Εμείς κάνουμε, ό,τι καλύτερο μπορούμε για τους ασθενείς, αλλά δεν είναι δυνατό να προσφέρουμε όλα όσα πρέπει. Η κόπωση των λιγοστών γιατρών του νοσοκομείου μας είναι τεράστια, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ο χρόνος ούτε καν να ενημερώνουμε τις οικογένειες των ασθενών για την πορεία της υγείας τους. Προκηρύσσονται θέσεις εργασίας γιατρών αλλά δεν καλύπτονται. Γιατί να έρθει να δουλέψει κάποιος στο νοσοκομείο μας, όταν ξέρει ότι θα έχει τεράστιο φόρτο εργασίας;…
…Το οργανόγραμμα προβλέπει εφτά θέσεις παθολόγων και άλλων εννέα ειδικευόμενων, όμως έχουν απομείνει μόνο δύο παθολόγοι και ένας – δύο ειδικευόμενοι. Για να βοηθήσουν, έρχονται γιατροί από την Καβάλα, την Κομοτηνή, δύο στρατιωτικοί γιατροί από τη Θεσσαλονίκη, ακόμα και την Αθήνα. Άλλος έρχεται μία ημέρα την εβδομάδα, άλλος μένει για μία ή για δύο εβδομάδες.
Προκειμένου να βγουν οι εφημερίες, ακόμα και ιδιώτες ή γενικοί γιατροί εφημερεύουν. Αυτές, όμως, δεν είναι λύσεις. Δεν μπορεί να έρχεται ένας γιατρός από άλλη πόλη, να κάνει εφημερία στο νοσοκομείο μας και την επόμενη ημέρα να φεύγει. Αυτό έχει ως συνέπεια να βλέπουν τους ασθενείς κάθε μέρα και άλλοι γιατροί. Δεν μπορεί να γίνει έτσι σωστά η παρακολούθηση της εξέλιξης της υγείας των ασθενών. Θα πρέπει να έρθουν τουλάχιστον πέντε παθολόγοι στο νοσοκομείο μας».