Σε τριτοκοσμικές συνθήκες παλεύουν να σταθούν όρθιοι οι κτηνοτρόφοι στην Θεσσαλία, αφού δεν τους έφτανε η καταστροφή που έπαθαν τα σπίτια τους και οι επιχειρήσεις τους, άλλα αναγκάζονται τώρα να περισυλλέξουν μόνοι τους και τα νεκρά τους ζώα, βάζοντας σε κίνδυνο την υγεία τους. Και όλο αυτό γίνεται διότι δεν υπήρξε κράτος να μεριμνήσει πριν την καταστροφή, αλλά ούτε και μετά.
Αφού τα πράγματα έφτασαν στο «αμήν» στη Θεσσαλία, δέκα ολόκληρες μέρες μετά την καταστροφή και αφού τα πάντα έχουν μολυνθεί με έναν βούρκο λάσπης στον οποίο σαπίζουν τα νεκρά ζώα, δόθηκε σήμερα Πέμπτη (14/9) η εντολή για να αναλάβει ο στρατός την επιχείρηση απομάκρυνσης όλων των νεκρών ζώων.
Έτσι, για ακόμη μια φορά ο στρατός καλείται να κάνει τη βρώμικη δουλειά ενός ανίκανου κράτους που αδυνατεί να παράσχει οργανωμένη βοήθεια στους πληγέντες και διαλέγει τη λύση του πάντα «καλόβολων» στρατιωτών που αναλαμβάνουν να καλύψουν τα τεράστια θεσμικά κενά που υπάρχουν στον τομέα της πολιτικής προστασίας και της διαχείρισης καταστροφών.
Παρόλο που ο στρατός ρίχνεται στην μάχη του καθαρισμού των περιοχών από τα νεκρά ζώα, οι κτηνοτρόφοι ήδη απηυδισμένοι έχουν ξεκινήσει εδώ και μέρες να περισυλλέγουν τα κουφάρια του ζωικού τους κεφαλαίου διότι εγκυμονούν άμεσοι κίνδυνοι για την υγεία τους από τη μόλυνση των υδάτων, και βεβαίως η μυρωδιά στον αέρα έχει γίνει ανυπόφορη, οπότε κάθε ώρα που περνάει είναι κρίσιμη.
«Έτρεχα να τα βγάλω, να μη μας πιάσει η αρρώστια»
Ο Θωμάς Μιαρίτης, νεαρός κτηνοτρόφος έξω από την Καρδιτσομαγούλα Καρδίτσας, μίλησε στην «Καθημερινή» για να περιγράψει τις αδιανόητες συνθήκες που έχουν να αντιμετωπίσουν οι κάτοικοι της Θεσσαλίας. Όπως λέει, «ξεκινήσαμε να μαζεύουμε το απόγευμα και τελειώσαμε την άλλη μέρα το πρωί».
Όπως μεταφέρει το μέσο, ο κτηνοτρόφος δεν μπορούσε να προσεγγίσει την κτηνοτροφική του μονάδα εξαιτίας της πλημμύρας. Το θέαμα που αντίκρισε όταν κατάφερε να φτάσει εκεί, ήταν φρικιαστικό, αφού έβλεπε παντού τα νεκρά του ζώα, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Βλέποντας ότι τα ζώα άρχισαν να αποσυντίθεται και τους διοικητικούς φορείς να ρίχνουν ο ένας το μπαλάκι των ευθυνών στον άλλον, άλλα βοήθεια να μην έρχεται, η μόνη λύση ήταν να ριχτεί ο ίδιος στη δουλειά και να απομακρύνει τα νεκρά του ζώα με τα ίδια του τα χέρια, και μάλιστα με τη βοήθεια εργατών που πλήρωσε ο ίδιος από την τσέπη του για να τον βοηθήσουν.
Οι εικόνες που περιγράφει είναι φρικιαστικές:
«Έτρεχα να τα βγάλω, να μη μας πιάσει η αρρώστια», σημειώνει ο κ. Μιαρίτης, υπενθυμίζοντας την κατάσταση σοβαρού υγειονομικού κινδύνου στην οποία έχει περιέλθει η περιοχή. Οι εικόνες που μεταφέρει είναι φρικιαστικές. Πέρα από την ανυπόφορη μυρωδιά, κατά την μεταφορά των νεκρών ζώων έξω από την κτηνοτροφική μονάδα, «κόβονταν πόδια, έφευγαν μαλλιά, ήμασταν μέσα στα αίματα».
Μάταια επικοινώνησε με τη δημοτική αρχή ο κτηνοτρόφος για βοήθεια, καθώς τον ενημέρωσαν πως το κατάλληλο μηχάνημα του δήμου γι΄αυτή τη δουλειά ήταν χαλασμένο και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά των ζώων έξω από το μαντρί. Ο ίδιος, με δικά του έξοδα προσέλαβε συνεργείο από την Αθήνα για να βοηθήσει στην απομάκρυνση των σορών των πνιγμένων ζώων από την μονάδα του, πληρώνοντας, μάλιστα, από την τσέπη του και την απολύμανσή της. «Θα πληρώσω 8.600 ευρώ από την τσέπη μου. Κανείς δεν είπε τίποτα για τα έξοδα αυτά», σημειώνει.
«Τους πληρώνω για να μου βγάλουν τα ζώα – Το κράτος είναι μακριά»
Ο Απόστολος Καραμάνης, κτηνοτρόφος στο Καρποχώρι των Σοφάδων, μίλησε στο ίδιο μέσο και αποκάλυψε ότι βίωσε την ίδια τραγική κατάσταση. Αναγκάστηκε να αναλάβει ο ίδιος την απομάκρυνση των εκατοντάδων πεθαμένων ζώων του, μαζί με τον πεθερό και τον γαμπρό του. Μάλιστα, χρειάστηκε να κατεβάσουν πρόβατα μέχρι και από τα δέντρα, καθώς το νερό τα είχε διασκορπίσει σε όλη την περιοχή.
Ο Βασίλης Μεριχωβίτης από το Ριζοβούνι, ακολούθησε την ίδια διαδικασία που περιεγράφηκε παραπάνω, με τα ίδια του τα χέρια απομάκρυνε πνιγμένα ζώα από την κτηνοτροφική του μονάδα.
Το κράτος περισυνέλλεξε μόνο 600 ζώα, τα οποία ο ίδιος είχε τοποθετήσει σε αποθήκη σε ψηλό σημείο στην προσπάθειά του να τα σώσει από τις φονικές πλημμύρες. «Για τα υπόλοιπα 400 που ήταν μέσα στη στάνη, μου είπαν ότι θα επιστρέψουν, αλλά δεν μπορούσαμε να περιμένουμε. Αποσυντίθεντο μέσα στη στάνη. Είναι νεκρά από την Παρασκευή, άρχισαν να σκάνε», περιγράφει ο κ. Μεριχωβίτης.
Από την τσέπη του κι εκείνος έδωσε λεφτά, πλήρωσε εργάτες και τον βοήθησαν να απομακρύνει τα ζώα. Κατά τα δικά του λόγια, «έχω υπαλλήλους μέσα. Τους πληρώνω για να μου βγάλουν τα ζώα. Ο κρατικός μηχανισμός απέδειξε για ακόμα μια φορά πόσο μακριά από εμάς είναι. Έπειτα έτρεξα να αγοράσω 8 τόνους ασβέστη για να απολυμάνω την κτηνοτροφική μονάδα. Δεν θα έπρεπε να μας τον παρέχει το κράτος;», διερωτάται.