Οι καταγγελίες της Μαντώ Τζαβάρα κατά του συντρόφου της Μανόλη Παπαμακάριου παίρνουν άλλες διαστάσεις πλέον.
Μετά από τις φωτογραφίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, η ίδια φιλοξενήθηκε στην εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου «Μαζί σου» περιγράφοντας όλα όσα έχουν υπάρξει καταγγελίες.
Η Τζαβάρα έχει καταθέσει μήνυση εις βάρος του Παπαμακάριου με την υπόθεση να έχει πάρει τον δρόμο της διακιοσύνης.
Μιλώντας, λοιπόν, στην εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου, υποστήριξε μεταξύ άλλων πως: «Όταν του είπα ότι θέλω να διακόψουμε μου είπε “δεν πάω πουθενά, φώναξε αστυνομία θα μείνω εδώ”. Με αγάπησε πολύ και τον αγάπησα πάρα πολύ και αυτό ισχύει ακόμα. Τον αγαπάω γιατί δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Παντρεύτηκε νωρίς δεν έκανε την ζωή του, είχε πρόωρες ευθύνες, καταστράφηκε οικονομικά. Η αβεβαιότητα της δουλειάς του, το οικογενειακό του περιβάλλον, πολλά. Δεν είχε σχέση με τη μητέρα του, είχε να μιλήσει μαζί της 8 μήνες. Έχει πεθάνει ο μπαμπάς του και δεν είχε πατρικό ένστικτο. Είναι ένα πολύ καλό παιδί όμως».
Και συνέχισε: «Είμαστε μαζί δύο χρόνια, δεν είχε συμβεί ποτέ αυτό, τσακωνόμασταν λεκτικά. Η πρώτη χειροδικία ήταν τον Δεκέμβρη, με γρονθοκόπησε και έπαθα κάταγμα στη μύτη. Επαναλήφθηκε 6-7 φορές. Ηταν παιδί με πρόβλημα και ήθελα να τον βοηθήσω. Προέρχομαι από οικογένεια με ενδοοικογενειακή βία και ήθελα να βοηθήσω. Έχω ζήσει απίστευτη βία από τον πατέρα μου στη μητέρα μου και στα παιδιά του και όχι μόνο. Για αυτό και έχω γίνει και σκληρός άνθρωπος, δυναμική. Σαν να είμαι ο άνδρας στην σχέση. Κι εγώ θέλω τρυφερότητα. Είναι ένα παιδί που τον πέταξε η μητέρα του. Αν τον πέταγα κι εγώ τι θα γινόταν. Να εκμεταλλευτώ ότι δεν έχει σπίτι να πάει κάπου; Δεν έχω αφήσει ποτέ κάποιον. Δεν είναι όλα φιγούρα. Οποιαδήποτε άλλη στην θέση μου θα είχε βγει γιατί θα ήθελε αυτό. Εγώ δεν θέλω αυτό. Είναι ένα παιδί που δεν του δόθηκε η ανάγκη, την έχει ανάγκη, έχει και το πρόβλημα, πήγε στον πάτο, δεν του έδωσα κλωτσιά. Οταν χώρισα το 99′ δεν είχα να φάω και κοιμόμουν στρωματσάδα».
Καταγγελίες για ξυλοδαρμό
Ενώ συμπλήρωσε πως: «Η πρώτη μου σχέση ήταν ο γάμος μου, παντρεύτηκα στα 18. Με τον μπαμπά του γιου μου δεν είμαστε απλώς κολλητοί, δεν υπάρχει η σχέση μας. Μετά από αυτό, ήθελα αυτόν και αυτός με ήθελε. Τα παράτησε όλα, ήρθε από τη μαμά του. Είναι μικρό παιδί. Ήμουν σαν αποκούμπι, αλλά κουράστηκα να είμαι η μαγκούρα του. Στην θέση αυτή που είμαι εδώ έχω δει τη μητέρα μου. Η μάνα μου δεν σώθηκε γιατί ήταν δειλή και έμεινε εκεί. Γιατί δεν είχε σπίτι και δουλειά. Εγώ έμεινα για να βοηθήσω αυτό τον άνθρωπο.
Ήθελα συνειδητά να ήμουν με αυτο τον άνθρωπο και ό,τι και να μου έκανε έμενα μαζί του. Ο μπαμπάς του γιου μου όταν έκανε μία φορά το ίδιο τον έδιωξα. Αν συνεχίσουν να λένε πράγματα, εγώ είμαι αυτός που θα βγάλω τα μηνύματα που μου γράφουν. Δεν περνάω καλά 5 μέρες και έχουν γίνει όλα τα προηγούμενα και αυτό το Πάσχα. Δεν έχει παρέλθει μεγάλο διάστημα και δεν είμαι όπως πριν. Και κάθεται και του λέω θέλω να χωρίσουμε. Μου λέει “κάνε ό,τι θες, εγώ εδώ θα μείνω φέρε την αστυνομία”. Του είπα “Δεν παίζω, είσαι αδρανής, είσαι όλη τη μέρα με ένα κινητό. Δεν μπορώ να βλέπω ένα άγαλμα μπροστά μου. Να κάνω εγώ τα πάντα και να έχω έναν αραλίκι να κάθεται με το κινητό. Άλλη θα το ανεχόταν, εγώ δεν το ανέχομαι».