Οι Μαθητές μίλησαν. Τι μίλησαν δηλαδή, ούρλιαζαν! Οι κραυγές τους έφτασαν έως τον ουρανό. Εκεί που βρίσκονται οι ψυχές από τα Τέμπη που έφυγαν άδικα. Φωνάζουν κι αυτές, για δικαιοσύνη. Πλέον η φωνή έχει γίνει κραυγή ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι σχεδόν δύο χρόνια από τη νύχτα που η χώρα πάγωσε. Από τη νύχτα που το σκοτάδι έγινε τάφος για 57 ψυχές. Σχεδόν δύο χρόνια, αλλά για εκείνους που έμειναν πίσω, ο χρόνος σταμάτησε. Ο χρόνος διαλύθηκε ανάμεσα σε κραυγές που κανείς δεν άκουσε, σε δάκρυα που κανείς δεν σκούπισε, σε ερωτήσεις που κανείς δεν απάντησε.
Σήμερα, οι δρόμοι σειούνται ξανά. Τα παιδιά της Ελλάδας βγαίνουν μπροστά, γιατί οι μεγάλοι απέτυχαν να προστατεύσουν τα προηγούμενα. Οι μαθητές και οι φοιτητές φωνάζουν τα ονόματα εκείνων που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Φωνάζουν για τους φίλους τους, για τα αδέρφια τους, για τους εαυτούς τους. Όχι γιατί ελπίζουν ότι θα τους ακούσει κάποιος από εκείνους που έταξαν δικαιοσύνη. Αλλά γιατί αρνούνται να σωπάσουν.
Σχεδόν δύο χρόνια και η Ελλάδα ακόμα δεν ξέρει γιατί. Σχεδόν δύο χρόνια και η χώρα ακόμα δεν τιμώρησε κανέναν. Μόνο υποσχέσεις, μόνο πολιτικές κηδείες με βλέμματα χαμηλωμένα και κουβέντες μισές. Μόνο η προσπάθεια να θαφτεί η αλήθεια κάτω από γραφειοκρατία και φθηνές δικαιολογίες.
Αλλά αυτοί που σήμερα φωνάζουν στους δρόμους, δεν θέλουν άλλες δικαιολογίες. Δε θέλουν άλλα δάκρυα στα δελτία ειδήσεων. Θέλουν δικαιοσύνη. Και η δικαιοσύνη αργεί, όπως άργησε και το φως εκείνο το βράδυ. Όπως άργησαν όλα όσα έπρεπε να είναι εκεί για να μη χρειαστεί ποτέ να θρηνήσουμε.
Σχεδόν δύο χρόνια, αλλά η μνήμη δεν ξεθώριασε. Για κάθε κενό θρανίο, για κάθε άδεια θέση στο αμφιθέατρο, για κάθε οικογένεια που δεν ξαναείδε το παιδί της να περνά την πόρτα του σπιτιού. Σήμερα, οι δρόμοι της Ελλάδας μιλάνε. Και κανείς δεν μπορεί να τους κάνει να σωπάσουν.