Η Ελλάδα πενθεί έναν από τους μεγαλύτερους και πιο άξιους ανθρώπους της σύγχρονης ιστορίας της. Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε για το μεγάλο ταξίδι αλλά έχει προλάβει να μείνει στην αιωνιότητα.
Το έργο του, η δράση του, η προσωπικότητά του, ο χαρακτήρας του. Ο Μίκης όλων των Ελλήνων χάραξε ανεξίτηλη τη δική του γραμμή στην ιστορία της χώρας.
Το καλοκαίρι του 1974 ο Μίκης Θεοδωράκης συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με την εισβολή στην Κύπρο στο επίκεντρο, τη χούντα να έχει καταρρεύσει και τη χώρα στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία. Τότε, ο εθνάρχης τον ρώτησε αν θα συμμετείχε σε κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας κι εκείνος, αφού απάντησε αρνητικά, συμπλήρωσε:
«Όταν διευθύνω την ορχήστρα φοράω μαύρα, γίνομαι ο “παπάς της δημοκρατίας”, αυτός είναι ο δικός μου ρόλος, χρησιμοποιώ τα χέρια μου σαν να αγκαλιάζω τους πάντες και τραγουδάει όλος ο κόσμος μαζί μου. Αν είστε στον σωστό δρόμο που πιστεύω, εγώ θα είμαι κοντά σας».
Αυτή του η παραδοχή, που παράλληλα υπογράμμιζε την υπερβολική του αφοσίωση στους Έλληνες και στην Ελλάδα, μέσα από την περιγραφή του γνωστού στυλ με το οποίο διηύθυνε την ορχήστρα στις συναυλίες του, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις μουσικές και στις πολιτικές του επιλογές.
Η αφοσίωση στη χώρα αποτέλεσε την πυξίδα σε όλες τις περιόδου της μακρόχρονης ζωής του, γεγονός που προξένησε άπειρες παρεξηγήσεις ανάμεσα στους θαυμαστές αλλά και στους υπόλοιπους συμπατριώτες του, δεδομένου ότι αυτή η στάση άλλοτε προκαλούσε ενθουσιώδεις αντιδράσεις κι άλλοτε τη ρήξη, πολλές φορές δε και λυσσαλέο πόλεμο εναντίον του.
«Θα πήγαινα και με τον Διάβολο για να υπερασπιστώ την πατρίδα μου», έλεγε χαρακτηριστικά. Για την πλειονότητα των Ελλήνων προοδευτικών ήταν σαν να είχε όντως «πάει με τον Διάβολο», όταν εκείνο το καλοκαίρι της πτώσης της χούντας είπε το περίφημο «Καραμανλής ή τανκς» ‒ αν και δεν το είπε ακριβώς έτσι, αυτός ήταν τίτλος της εφημερίδας «Βραδυνή» που έμεινε στη συλλογική ιστορική μνήμη ως δική του ρήση, μετατρέποντάς τον από το μεγαλύτερο ίνδαλμα των νεολαίων της ΚΝΕ σε «προδότη». Μια ρετσινιά που τον ακολούθησε στο υπόλοιπο της ζωής του, ενώ οι πολιτικές επιλογές και τοποθετήσεις του συχνά επιδείνωναν τις σχέσεις του μαζί τους και μόνο οι αγώνες και οι κακουχίες της νιότης του τον «ξέπλεναν».
Το σύνολο του ελληνικού λαού δεν έπαψε να αγαπά τα τραγούδια του και είτε να παραβλέπει λόγω ηλικίας τις αμφιλεγόμενες θέσεις του είτε να συμφωνεί μαζί του.
Γεννήθηκε στη Χίο το 1925. Η μητέρα του ήταν από το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας και ο πατέρας του Κρητικός, από τον Γαλατά Χανίων ανώτερος δημόσιος διοικητικός υπάλληλος, πολιτικοποιημένος στην πλευρά των βενιζελικών. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στα Βουρλά, όπου είχε αποσπαστεί την περίοδο της ελληνικής αρμοστείας λίγο πριν από την Καταστροφή, και όταν ξέσπασε το κακό, μαζί πέρασαν απέναντι με βάρκα για να σωθούν και να κάνουν νέο ξεκίνημα.
Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε σε διάφορα μέρη ανά την Ελλάδα, καθώς ο πατέρας έπαιρνε συνεχείς μεταθέσεις. Έτσι, πέρασε από τη Μυτιλήνη, τη Σύρο, την Αθήνα, τα Γιάννενα, όπου γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός του, Γιάννης, το Αργοστόλι, τον Πύργο Ηλείας, την Πάτρα, την Τρίπολη. Απ’ όλα τα μέρη είχε αναμνήσεις, γι’ αυτό διηγούνταν καταλυτικά συμβάντα, επιρροές αλλά και τρομερές εμπειρίες από το καθένα.
Το όνομα Μίκης το πήρε από έναν θείο του διπλωμάτη από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος δεν θεωρούσε το βαφτιστικό «Μιχάλης» αντάξιο του ανιψιού του. Προφανώς συμφώνησαν και οι γονείς κι έτσι με αυτό το όνομα πορεύτηκε από μικρό παιδί και με αυτό έμελλε να κάνει την καριέρα που έκανε και να γίνει γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τα πρώτα του ακούσματα ήταν τα ριζίτικα που έλεγε ο παππούς του, αλλά ήταν στο Αργοστόλι που ήρθε σε επαφή με την ιταλική μουσική κουλτούρα, χάρη στη Φιλαρμονική Ορχήστρα, μέσω της οποίας στράφηκε το ενδιαφέρον στη μουσική. Στην Πάτρα γράφτηκε στο ωδείο, απέκτησε το πρώτο του βιολί και άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του έργα. Ήταν 12 ετών όταν έγραψε ένα παιδικό τραγούδι, για να ακολουθήσουν κι άλλα.
Το διάστημα που ζούσε στην Τρίπολη του προέκυψε ακόμα και εκκλησιαστική σύνθεση, ως βαθιά θρησκευόμενου, οπαδού του «αγαπάτε αλλήλους» ‒ αργότερα θα ανακάλυπτε στον μαρξισμό. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τον όρο «κομμουνισμός», όταν ένας καθηγητής του τού ζήτησε να γράψει μια εργασία εναντίον του. Εκεί ήταν που βίωσε, έφηβος, εν μέσω Κατοχής, τα πρώτα του βασανιστήρια στην καραμπινιερία από τους Ιταλούς. Ο πατέρας του, όμως, τον έσωσε.
Στα 17 του το 1942, παρακολουθώντας μια γερμανική ταινία ‒η μόνη διασκέδαση μέσα στη μαυρίλα της εποχής‒, άκουσε την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν.
Τότε, ένιωσε σαν να τον διαπέρασε κεραυνός και πήρε την απόφαση ότι τέτοια μουσική ήθελε να γράφει στο εξής. Αλλά έπρεπε να μελετήσει και να σπουδάσει. Έτσι, το καλοκαίρι του ’43 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει μαθήματα στο Κρατικό Ωδείο με δάσκαλο τον διευθυντή της ΚΟΑ, Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Αμέσως ήρθαν τα πρώτα έργα δωματίου, αλλά παράλληλα ανακάλυψε την εθνική αντίσταση. Από εθνικιστής της νεολαίας του Μεταξά που ήταν ως ένθερμος πατριώτης, εισχώρησε στην ΕΠΟΝ και έγινε διαφωτιστής.
Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε το 1944 τη φοιτήτρια Ιατρικής Μυρτώ Αλτίνογλου. Εκείνος ήταν 19 κι εκείνη έναν χρόνο μικρότερη, στα 18.
Το 1945, αναζητώντας νέους καλλιτέχνες στον χώρο της ΕΠΟΝ, ανακάλυψε ένα παιδί για το οποίο είχε μάθει ότι έγραφε μουσική στο βουνό, τον Μάνο Χατζιδάκι. Έγιναν από την πρώτη στιγμή αχώριστοι φίλοι και συνεργάστηκαν στους Ενωμένους Καλλιτέχνες για την παράσταση του Αλέξη Δαμιανού «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε».
Στα Δεκεμβριανά του 1944, συμμετείχε στη μεγαλειώδη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, κραδαίνοντας μια ελληνική σημαία βουτηγμένη στο αίμα σκοτωμένων συντρόφων του. Εκείνη τη μέρα όντως απειλήθηκε η ζωή του ‒ δεν ήταν η πρώτη φορά που αντίκρισε τον θάνατο από τόσο κοντά ούτε και η τελευταία, αφού αργότερα υπήρξαν αναρίθμητες περιπτώσεις που σώθηκε από θαύμα. Η ζωή στην παρανομία ήταν για πολλά χρόνια συνήθης συνθήκη.
Το 1947 στις μαζικές συλλήψεις τον συνέλαβαν και τον έστειλαν στην Ικαρία. Λίγο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος χάρη στη γενική αμνηστία του Θεμιστοκλή Σοφούλη. Αμέσως μπήκε στον ένοπλο αγώνα, συνεργαζόμενος με τον Δημοκρατικό Στρατό Αθηνών, και για μήνες αναγκαζόταν να κρύβεται σε σπίτια φίλων για να μην τον πιάσουν. Σε μια Αθήνα που εν μέσω Εμφυλίου πολιτικά έβραζε, ο Χατζιδάκις ήταν από τους λίγους που εμπιστευόταν και ο οποίος του πρόσφερε χώρο για να κοιμάται χωρίς να κινδυνεύει. Ήταν εποχές μεγάλου μίσους και μαύρης αντίδρασης, δεν ήξερες ποιος θα κατέδιδε ποιον, αδελφός αδελφό και φίλος τον αδελφικό του φίλο.
Μέχρι που τον Ιούλη του ’47 συνελήφθη ξανά και στάλθηκε εν νέου εξορία στην Ικαρία, σε καθεστώς πειθαρχημένης διαβίωσης. Εκείνο το διάστημα αποδείχθηκε ιδιαίτερα γόνιμο, καθώς έγραψε 61 συμφωνικά έργα. Επόμενος σταθμός ήταν η Μακρόνησος, μια ανθρώπινη κόλαση. Κι όμως, μέσα στις κακουχίες και στα βασανιστήρια, συνέχισε να γράφει μουσική. Τα ρεμπέτικα που άκουγε εξόργιζαν τους ιθύνοντες του Κόμματος, οι οποίοι τα θεωρούσαν περιθωριακής προέλευσης, γι’ αυτό δεν ήθελαν να συνδέονται με αυτά. Εκείνος τα υπερασπιζόταν, καθώς μέσα από αυτά ανακάλυπτε το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι. Παράλληλα, εκεί γνώρισε και συνδέθηκε με μερικούς από τους μελλοντικούς συνεργάτες του, συμπεριλαμβανομένου του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Ένας άγριος ξυλοδαρμός από δεσμοφύλακα, που τον άφησε ημιθανή, τον έφερε πίσω στην Αθήνα, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο 401, απ’ όπου τον παρέλαβε ο πατέρας του, και χάρη στα μέσα που ενεργοποίησε τον πήρε μαζί του στην Κρήτη. Υπαρξιακά αδιέξοδα τον οδήγησαν το 1950 σε απόπειρα αυτοκτονίας. Όταν αποφάσισε να επιστρέψει πίσω στην πόλη οι γονείς του αναγκάστηκαν να πουλήσουν τις βέρες τους για να του αγοράσουν ένα κοστούμι κι ένα ζευγάρι παπούτσια για να ‘χει να φοράει. Τότε ήταν που ο Χατζιδάκις τον σύστησε στο Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλούς Μάνου, όπου παρουσίασε το 1953 το πρώτο του μουσικό χορόδραμα «Ορφέας και Ευρυδίκη» σε σενάριο του Νότη Περγιάλη. Παράλληλα, κέρδισε υποτροφία του ΙΚΥ για το Παρίσι και έκανε πρόταση γάμου στη Μυρτώ.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήθελε να παρουσιάσει έργο του στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, αλλά οι ανταγωνιστές του φρόντισαν να πληροφορήσουν τη CIA ότι ο Έλληνας συνθέτης που ετοιμαζόταν να φέρει ο μαέστρος ήταν κομμουνιστής. Έτσι, πίσω στην Αθήνα ο Μίκης βρέθηκε να μαλώνει τόσο άσχημα με τον επίτροπο της Αμερικανικής Πρεσβείας, που κινδύνευσε να χάσει ακόμα και την υποτροφία για τη Γαλλία. Για μια ακόμα φορά την κατάσταση έσωσε ο πατέρας του, με πολύ τρέξιμο, φωνές και απειλές.
Στο Παρίσι, δίπλα σε κορυφαίους μουσικούς δασκάλους όπως ο Ολιβιέ Μεσιάν, ο Θεοδωράκης άφησε όλα τα φαντάσματα της Μακρονήσου να βγουν στο φως. Η μουσική του παραγωγή εντυπωσίασε και όλοι μιλούσαν για τον νέο Στραβίνσκι. Η τραγικότητα των συγκλονιστικών γεγονότων της Κατοχής και του Εμφυλίου, η βία και η φτώχεια της Ελλάδας, μαζί με τη μουσική δραματικότητα που ανέβλυζε από μέσα του, εκτίναξαν το μεγάλο ταλέντο του, αν και για εκείνον δεν ήταν παρά οι συντεταγμένες της « Συμπαντικής Αρμονίας», θεωρία που πίστευε ότι σχετιζόταν και πυροδοτούσε την καλλιτεχνική δημιουργία.
Το Covent Garden του Λονδίνου το 1958 του παρήγγειλε την «Αντιγόνη» για το Βασιλικό Μπαλέτο, η πρεμιέρα της οποίας αποτέλεσε σημαντικό κοσμικό γεγονός. Στην Ελλάδα, βέβαια, τότε η ΕΔΑ έπαιρνε στις εκλογές ποσοστό της τάξης του 25%. Ο Ρίτσος του έστειλε στο Παρίσι όλα του τα βιβλία, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο «Επιτάφιος». Η απόφαση του Μίκη να τον μελοποιήσει ήταν άμεση, έτσι προχώρησε σε έναν κύκλο τραγουδιών που του έδωσε την ευκαιρία να αναδείξει και να υπερτονίσει την ελληνικότητα του έργου.
Επέστρεψε στην Ελλάδα για να το ηχογραφήσει. Η πρώτη εκδοχή με παραγωγό τον Πατσιφά, ενορχηστρωτή τον Χατζιδάκι και ερμηνεύτρια τη Μούσχουρη δεν τον ικανοποίησε κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάει στην Κολούμπια. Ζήτησε να χρησιμοποιήσει μπουζούκι, μαζί με συμφωνική ορχήστρα ‒ απαίτησε τον Χιώτη, που ήταν το πρώτο μπουζούκι της Ελλάδας, και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση για φωνή. Το αποτέλεσμα συγκλόνισε όλη την Ελλάδα, και ακόμα κι αν ενόχλησε την αριστερά η ερμηνεία ενός «ρεμπέτη», πρώτη φορά η ποίηση συναντούσε τη λαϊκή μουσική τόσο ιδανικά.
Μια μέρα του 1959, πίνοντας καφέ στου Λουμίδη με τον Χατζιδάκι, τον πλησίασε ο Ελύτης, λέγοντάς του πόσο εντυπωσιασμένος ήταν από τη δουλειά που είχε κάνει με το έργο του Ρίτσου. «Ολοκληρώνω ένα μεγάλο ποίημα. Θα ήθελα να το διαβάσεις» του είπε. Ένα από τα πρώτα αντίτυπα του «Άξιον Εστί» έφτασε έναν μήνα μετά στο σπίτι του Μίκη, στο Παρίσι, κι εκείνος, όπως συνήθιζε να λέει, το «καταβρόχθισε». Ένιωσε ότι μέσα από τους στίχους του ξεπεταγόταν όλη η Ελλάδα. Ολοκλήρωσε τη μελοποίησή του μέσα σε μία εβδομάδα. Εντούτοις, άργησε να το παρουσιάσει, καθώς δεν είχε καταλήξει στη μορφή με την οποία θα το παρουσίαζε. Το ήθελε λαϊκό, αλλά συγχρόνως ορατόριο.
Εκείνη ακριβώς την περίοδο ο Νίκος Γκάτσος, γοητευμένος από τη Μυρτώ, έγραψε το τραγούδι «Μυρτιά», το οποίο ερμήνευσε μια άγνωστη μέχρι εκείνη στιγμή νέα τραγουδίστρια, η Γιοβάννα, κάνοντάς το μεγάλη επιτυχία, αν και είναι πιο γνωστό με ερμηνεύτρια τη Μαίρη Λίντα. Το ίδιο συνέβη και με το άλλο τραγούδι του δίσκου των 45 στροφών, το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», επίσης του Γκάτσου, βασισμένο σε μελωδία της ταινίας «Les amants de Teruel» του Raymond Rouleau.
Παρότι θεωρούσε τροχοπέδη για την εξέλιξή του στη συμφωνική μουσική την ενασχόλησή του με το λαϊκό τραγούδι, πίστευε ότι συνέβαλε με τον τρόπο του στη βελτίωση της μουσικής παιδείας του ελληνικού λαού. Ως εκ τούτου, τραγούδια του ερμήνευσαν μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, η Μαίρη Λίντα, ο Πάνος Γαβαλάς, η Πόλυ Πάνου και η Γιώτα Λύδια.
Στους μεγάλους ποιητές προστέθηκε και ο Σεφέρης. Γνωρίστηκαν το 1962 στο Λονδίνο, όπου ο νομπελίστας ποιητής υπηρετούσε ως πρέσβης της Ελλάδας και ο Μίκης βρέθηκε για μια αναβίωσης της «Αντιγόνης» στο Covent Garden. Έβαλε στον Σεφέρη να ακούσει τον «Επιτάφιο» με τη Μούσχουρη για να τον δελεάσει κι εκείνος του έδωσε όλα του τα βιβλία εν λευκώ, να τα κάνει ό,τι θέλει.
Η ερμηνεία των ποιημάτων του κύκλου τραγουδιών «Επιφάνεια» (ανάμεσά τους δημοφιλή τραγούδια, όπως το «Στο περιγιάλι το κρυφό») από τον Μπιθικώτση ξένισε τον αστό διπλωμάτη, αλλά, όταν είδε με τα μάτια του την τεράστια απήχηση που είχε στο πλατύ κοινό, να τραγουδιέται μαζικά απ’ όλους στις ταβέρνες της Πλάκας, η ικανοποίησή του ήταν τεράστια. Ακολούθησε το «Μάουτχαουζεν» το 1965, ερμηνευμένο συγκλονιστικά από τη Μαρία Φαραντούρη και εμπνευσμένο από την εμπειρία του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο ομώνυμο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου φυλακίστηκε, και η «Ρωμιοσύνη» σε ποίηση Ρίτσου ‒που έγραψε μετά τα Ιουλιανά και με αφορμή μια άγρια σύγκρουση με την αστυνομία κατά τα Θεοφάνεια του 1966‒, μεγάλη επιτυχία, πάλι με τον Μπιθικώτση. Τέλος, λίγο πριν γίνει δικτατορία, έκανε τα «Θαλασσινά Φεγγάρια» σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και ερμηνεία του Μπιθικώτση και της Βίκυς Μοσχολιού ‒ το καθεστώς το απέσυρε αμέσως.
Έχοντας εντυπωσιαστεί από τη «Στέλλα» του Κακογιάννη, ενέδωσε στον κινηματογράφο ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Η πρώτη ταινία για την οποία έγραψε μουσική ήταν το «Ξυπόλυτο τάγμα» του Ελληνοαμερικανού Γκρεγκ Τάλλας, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήρθε με τη «Συνοικία το όνειρο», την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Αλέκου Αλεξανδράκη το 1961, απ’ όπου και το πασίγνωστο «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» με τον Μπιθικώτση.
Εκεί όπου πειραματίστηκε ήταν σε μία από τις καλύτερες ασπρόμαυρες ταινίες του Κακογιάννη, την «Ηλέκτρα». Μαζί κατέκτησαν την υφήλιο το 1964 με τη μεταφορά του «Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη στη μεγάλη οθόνη. Το σύντομο ξεσηκωτικό χασάπικο του φινάλε με το αυτοσχεδιαστικό χορευτικό μοτίβο του Άντονι Κουίν με τον Άλαν Μπέιτς έμελλε να γίνει η παγκόσμια ταυτότητα της Ελλάδας. Ο Θεοδωράκης για τη μουσική του κέρδισε το BAFTA της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και έγινε γνωστός παγκοσμίως. Μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι το πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό μουσικό μοτίβο διεθνώς, κάτι που το ανάγει σε θρύλο. Με τον Κακογιάννη έκανε πολλές ταινίες, ανάμεσά τους και το μιούζικαλ «Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά», μια φελινική κωμωδία-καταγγελία των πυρηνικών δοκιμών των υπερδυνάμεων σε τρίτες χώρες με την ανοχή των κυβερνήσεων τους.
Με τον Κακογιάννη συνυπέγραψαν και την ιστορική παράσταση «Όμορφη Πόλη» (απόπειρα ανανέωσης της επιθεώρησης ‒που έπεσε στο κενό‒ με πολιτική χροιά αριστερών καταβολών, σε κείμενα του Μποστ και στίχους τραγουδιών του αδελφού του, Γιάννη Θεοδωράκη, ανάμεσα στα οποία ξεχώρισαν οι «Λιποτάκτες») τον Ιούνιο του 1962 στο θέατρο Παρκ της λεωφόρου Αλεξάνδρας, που ανταγωνιζόταν την «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι στο παρακείμενο θέατρο Μετροπόλιταν. Πολλά από τα μουσικά θέματα της παράστασης βασίστηκαν στη μουσική της ταινίας «Les amants de Teruel», από την οποία προέκυψαν δύο τραγούδια που ερμήνευσε η Εντίθ Πιαφ.
Την ίδια χρονιά ανέβηκε από τον θίασο του Μάνου Κατράκη το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» εμπνευσμένο από τον Εμφύλιο, σε κείμενα και στίχους τραγουδιών του ίδιου του Θεοδωράκη (και ένα του Κώστα Βίρβου) και σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, με τη συμμετοχή στο τραγούδι του Μπιθικώτση, της Βέρας Ζαβιτσιάνου και της Δέσποινας Μπεμπεδέλη. Πρόκειται για μια λαϊκή όπερα που έγραψε στο Παρίσι, στην οποία συνδύασε τη βυζαντινή με τη δημοτική παράδοση σε μορφή λαϊκού τραγουδιού. Εκεί πρωτοακούστηκαν τα ζεϊμπέκικα «Ένα δειλινό», «Τον Παύλο και τον Νικολιό», «Τα περβόλια» και το περίφημο «Ενωθείτε», μια ουτοπική παρότρυνση προς όλους τους Έλληνες να ενωθούν για έναν κοινό στόχο.
Το 1963 ο ανεξάρτητος, συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης, αγωνιστής της ειρήνης και του διεθνούς αιτήματος για την κατάργηση των πυρηνικών όπλων, δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη από το παρακράτος. Η νεολαία έβραζε και ο Μίκης ηγήθηκε του κινήματος των Λαμπράκηδων που, χάρη σε μια ιδέα του Θεόδωρου Πάγκαλου, έκανε το «Ζ» ‒αναφορά στο σύνθημα «Ο Λαμπράκης ζει»‒ σύμβολο του κινήματος. Η σύμπραξή του με τον Χατζιδάκι και τον Κακογιάννη στο θέατρο για το ανέβασμα της «Μαγικής Πόλης» ήταν εμπνευσμένη από τη δολοφονία του Λαμπράκη.
Το «Ζ» έγινε επίσης τίτλος βιβλίου του Βασίλη Βασιλικού, όπου ξεδιπλώνονται τα γεγονότα σχετικά με τη δολοφονία, και λίγο μετά ταινία από τον Κώστα Γαβρά ‒ η μουσική-εμβατήριο του Μίκη συνόδευσε την τεράστια διεθνή επιτυχία της που της χάρισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, ενώ για χρόνια αποτελούσε την πρώτη σε εισπράξεις ξενόγλωσση ταινία στις ΗΠΑ.
Στις 19 Απριλίου 1967 το Πολιτιστικό Κέντρο Πειραιά παρουσίασε στο κατάμεστο Δημοτικό Θέατρο της πόλης το «Άξιον Εστί». Δύο μέρες μετά έγινε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Ο πολιτικός κόσμος, κυρίως της αριστεράς, μπήκε για μία ακόμα φορά «στον γύψο». Ο Μίκης, φυγάς πλέον, συνέστησε την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση, το Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ). Τα τραγούδια του απαγορεύτηκαν αμέσως και όποιος τολμούσε να ακούσει τη μουσική του τιμωρούνταν. Κατάφερε να ξεφύγει από τις Αρχές μέχρι τον Αύγουστο, που τον έπιασαν και τον οδήγησαν στο κολαστήριο της οδού Μπουμπουλίνας. Εκεί υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και οδηγήθηκε στην απομόνωση.
Μεταφέρθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ, όπου δεν άντεξε και διακομίστηκε στο νοσοκομείο. Μαζί με την οικογένειά του εξορίστηκε στο χωριό Ζάτουνα Αρκαδίας, σε ένα είδος κατ’ οίκον περιορισμού. Εκεί απαίτησε να του φέρουν το πιάνο του για να μπορεί να δουλεύει αλλά και για να παίζει στους δεσμοφύλακές του, που ζητούσαν να ακούνε τη μουσική του (που βέβαια απαγορευόταν να ακούγεται!). Συγχρόνως, κατάφερνε να φυγαδεύει τραγούδια του στο εξωτερικό, τα οποία εξέπεμπε το Ράδιο Μόσχα με ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη. Μάλιστα, έστελνε και διορθωτικές οδηγίες.
Εν τέλει, οδηγήθηκε στις Αγροτικές Φυλακές Ωρωπού, όπου ξεκίνησε απεργία πείνας. Συγκεντρώθηκαν υπογραφές συμπαράστασης υπέρ της αποφυλάκισής του από τις μεγαλύτερες διεθνείς διασημότητες, συμπεριλαμβανομένων του Λόρενς Ολίβιε, του Χάρολντ Πίντερ, του Άρθουρ Μίλερ, του Έντουαρντ Άλμπι, του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, του Ιβ Μοντάν, του Λέοναρντ Μπερνστάιν και άλλων. Η χούντα, θορυβημένη από τις διαστάσεις που πήρε το αίτημα στον διεθνή Τύπο, τον Απρίλιο του 1970 τον άφησε να φύγει στο Παρίσι, απ’ όπου εκείνος ξεκίνησε διεθνή αντιδικτατορικό αγώνα.
Με ορχήστρα που δημιούργησε από εξόριστους Έλληνες μουσικούς και την εμβληματική φωνή της Φαραντούρη πραγματοποίησε μεγάλες τουρνέ σε ολόκληρο τον κόσμο. Μόνο τη Γαλλία γύρισε πέντε φορές και άλλες τόσες τη Γερμανία, ενώ διέσχισε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες παρακολούθησαν τις περίπου 2.000 συναυλίες που έδωσε ανά την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο εκείνα τα χρόνια, ενώ ανάμεσα στους θαυμαστές του συγκαταλέγονται ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Βίλι Μπραντ, ο Ούλοφ Πάλμε, ο Σρέντερ και σημαντικοί καλλιτέχνες, όπως η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, ο Ιβ Μοντάν, η Φρανσουάζ Σαγκάν και άλλοι. Ήταν εποχές αγώνων και ελπίδας ότι μια νέα εποχή ανέτελλε διεθνώς. Τη συναυλία του στην κεντρική πλατεία της Αβάνας, στην Κούβα, την παρακολούθησε ο ίδιος ο Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος εξήρε το επαναστατικό του πνεύμα, ενώ ο Τσε Γκεβάρα τον ξενάγησε στην ενδοχώρα και τον μύησε στα κουβανέζικα πούρα.
Στη Χιλή, την περίοδο της μεγάλης ανάτασης χάρη στην εκλογή του πρώτου κομμουνιστή Προέδρου Αλιέντε, συνάντησε τον νομπελίστα ποιητή Πάμπλο Νερούντα που γνώριζε από το Παρίσι, όπου κι εκείνος ήταν εξόριστος. Όπως συνέβη με τους Έλληνες ομοτέχνους του τού εμπιστεύτηκε το μεγαλειώδες έργο του «Κάντο Χενεράλ» για να το μελοποιήσει, ζητώντας του να το παρουσιάσει στο Σαντιάγο, όμως τους πρόλαβε το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Σε άλλη επίσκεψή του στο Ισραήλ συναντήθηκε με τον Γιάσερ Αραφάτ και του υποσχέθηκε να συνθέσει τον εθνικό ύμνο της Παλαιστίνης.
Εκείνα τα χρόνια συνέθεσε τα «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου και εξαιρετική μουσική για δύο ακόμα ταινίες που επίσης άφησαν εποχή, την «Κατάσταση Πολιορκίας» του Κώστα Γαβρά με τον Ιβ Μοντάν, όπου χρησιμοποίησε το χιλιανό συγκρότημα παραδοσιακής μουσικής Los Calchakis (αναφορά στον αγώνα εναντίον του αμερικανικού ιμπεριαλισμού), και το «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λουμέτ με τον Αλ Πατσίνο. Μουσική όμως έγραψε και για την ταινία «Τίτο» («Sutjeska») του Stipe Delić με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ειρήνη Παππά, που πραγματευόταν τη ζωή του Τίτο. Για τη μεγαλειώδη πρεμιέρα της παρευρέθηκε στα βουνά της τότε Γιουγκοσλαβίας μαζί με εκατοντάδες παλιούς παρτιζάνους, υπό συνθήκες καταρρακτώδους βροχής, παρουσία του ίδιου του Τίτο.
Τον χειμώνα του 1974 συμμετείχε, στο κομμάτι της μουσικής πάντα, στην πολιτική ταινία του Ντασέν «Rehearsal» («Πρόβα») με τη Μελίνα Μερκούρη (είχαν συνεργαστεί και στη «Φαίδρα» το 1962), που γυρίστηκε σε ένα παλιό στούντιο στη Νέα Υόρκη, σε μια απόπειρα καταγγελίας της χούντας με αφορμή τα θλιβερά γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Αδιαμφισβήτητο ρόλο έπαιξε στη μετάβαση της Ελλάδας από το δικτατορικό καθεστώς της επταετίας στη δημοκρατία, πρωταγωνιστώντας, μετά από ταξίδι του στην Ουάσινγκτον, στις συνεννοήσεις μεταξύ των εξόριστων Ελλήνων πολιτικών για τη συγκρότηση μιας εθνικής κυβέρνησης που θα συμπεριλάμβανε όλα τα κόμματα, ώστε να αποκατασταθεί η δημοκρατία. Βλέποντας το ενδεχόμενο σύμπραξης να οδηγείται σε αδιέξοδο, κατέληξε ότι ο μόνος τρόπος να καταλυθεί η χούντα ήταν μέσα από το ίδιο το σύστημα.
Μάλιστα, ήταν ίσως ο πρώτος που πρότεινε τη «λύση Καραμανλή», ενώ, κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα μετά τα χρόνια της εξορίας, συγκεντρώθηκε πλήθος 5.000 ανθρώπων στο αεροδρόμιο για να τον υποδεχτεί. Αν και μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να πει κανείς ότι δικαιώθηκε, με τις σχετικές δηλώσεις του που είδαν τη δημοσιότητα έστρεψε ολόκληρη την προοδευτική παράταξη εναντίον του. Αυτό το γεγονός αργότερα το χαρακτήρισε ως τεράστια αχαριστία εκ μέρους των συνοδοιπόρων του, ενώ μίλησε για τη μεγάλη πίκρα που ένιωσε, χειρότερη και από εκείνη της εξορίας, αναφερόμενος ακόμα και στους εκφοβισμούς που υπέστησαν τα παιδιά του Μαργαρίτα και Γιώργος.
Στις συναυλίες εκείνης της περιόδου, πάντως, γέμιζε στάδια με ενθουσιώδες, πολυπληθές κοινό –αδιαμφισβήτητη μαρτυρία η ταινία «Τα τραγούδια της φωτιάς» του Νίκου Κούνδουρου‒ και ενώ στις πρώτες ελεύθερες εκλογές του 1974 κατέβηκε ως υποψήφιος βουλευτής με την Ενωμένη Αριστερά, δεν κατάφερε να εκλεγεί. Το όραμά του να ενωθεί ολόκληρη η προοδευτική παράταξη σε ένα ενιαίο κόμμα χρειάστηκε περί τα δεκαπέντε χρόνια να πραγματοποιηθεί, με τη δημιουργία του Συνασπισμό, που όμως δεν περιλάμβανε τον ίδιο.
Η ρήξη του με το ΚΚΕ και κυρίως με την ΚΝΕ ήταν ιστορικής σημασίας. Το επίσημο όργανο του Κόμματος, ο «Ριζοσπάστης», στράφηκε αναφανδόν εναντίον του, παρότι σε όλες τις εκδηλώσεις τα δικά του εμβατήρια ήταν που ξεσήκωναν τον κόσμο, και μόνο όταν αποτέλεσε την επίσημη πρόταση του ΚΚΕ για δήμαρχος Αθηναίων το 1978 αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις τους. Το 1981, κατά τη θριαμβευτική νίκη του ΠΑΣΟΚ, εξελέγη βουλευτής με το ΚΚΕ στη Β’ Πειραιά, ενώ το 1985 ήταν πρώτος στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΚΚΕ. Εν τω μεταξύ, το 1983 η ΕΣΣΔ τού απένειμε το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Η μεγάλη ανατροπή ήρθε με το σκάνδαλο Κοσκωτά του 1990, οπότε, ως συνεργαζόμενος ανεξάρτητος βουλευτής, τοποθετήθηκε στην τρίτη θέση στο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, γεγονός που για μία ακόμα φορά έστρεψε τους προοδευτικούς πολίτες εναντίον του, αν και στην κυβέρνηση συμμετείχαν και τα δύο ΚΚΕ. Ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου έμεινε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για σύντομο διάστημα, μέχρι που παραιτήθηκε.
Όταν το 1994 υπογράφηκε στο Όσλο η ιστορική συμφωνία μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, με εκπροσώπους αντίστοιχα τον Πέρες και τον Αραφάτ, ο Θεοδωράκης κλήθηκε να παρουσιάσει το «Μάουτχαουζεν» με ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη, αλλά και τον Ύμνο της Παλαιστίνης που έγραψε, κρατώντας παλιότερη υπόσχεσή του στον Άραβα ηγέτη.
Τα χρόνια που ακολούθησαν συνέβησαν σημαντικά πολιτικά γεγονότα, προκαλώντας αναταραχή διεθνώς, όπως ο πόλεμος που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία, ο πόλεμος του Κόλπου, η εισβολή στο Αφγανιστάν και η υπόθεση Οτσαλάν στην Ελλάδα, για καθένα από τα οποία πήρε θέση. Μάλιστα, ηγήθηκε κίνησης υπέρ της ελληνοτουρκικής φιλίας, στο πλαίσιο της οποίας εξέχουσες προσωπικότητες και από τις δύο χώρες συνέδραμαν σε μια προσέγγιση των δύο λαών μέσω του πολιτισμού. Τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν είχε σημασία για την τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη», η οποία το 1998 τον στοχοποίησε σε περισσότερες από μία προκηρύξεις. Ανυπότακτος και υπερβατικός, δεν έπαψε να τοποθετείται με δηλώσεις του σε κάθε επίκαιρο θέμα, να υπογράφει άρθρα και να εκδίδει βιβλία.
Η μουσική του δραστηριότητα συνεχίστηκε. Το 1993 ανέλαβε γενικός διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, συνεργασία που έληξε άδοξα, ενώ τα επόμενα χρόνια παρουσίασε τις όπερες «Ηλέκτρα» (1995), «Αντιγόνη» (1998), «Κώστας Καρυωτάκης»(2000) και «Λυσιστράτη» (2002). Η διεθνής του καταξίωση ήταν πια δεδομένη, οι συναυλίες του με τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου γινόντουσαν ανάρπαστες, η πολιτική διάσταση της μουσικής του αναγνωριζόταν απ’ όλους. Το 1992, κατά την εναρκτήρια τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης, η ολυμπιακή σημαία εισήλθε στο στάδιο, ενώ η Αγνή Μπάλτσα τραγουδούσε το «Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» και ο Μίκης διηύθυνε στο πόντιουμ. Όταν η πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, Καμπούλ, απελευθερώθηκε το 2001 από τους Ταλιμπάν, τα στρατεύματα της βόρειας συμμαχίας επέλασαν με το «Μάουτχαουζεν» στους δρόμους της πόλης.
Μόνο «μελανό» σημείο, μια σειρά αμφιλεγόμενων δηλώσεών του σχετικά με το εβραϊκό έθνος, που δημιούργησε μεγάλη παρεξήγηση (ή παρερμηνεία, σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα). Μάλιστα, έφτασαν να τον κατηγορούν για αντισημιτισμό. Δυστυχώς, αυτό επέφερε μια σειρά από αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο. Για παράδειγμα, το 2011, με απόφαση της προέδρου της αυστριακής Βουλής ματαιώθηκε η εκτέλεση του έργου «Μάουτχαουζεν» σε τελετή μνήμης των θυμάτων του ναζισμού της αυστριακής εθνοσυνέλευσης. Συν τω χρόνω, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το όλο πράγμα κάπως ξεχάστηκε, αλλά κάποιοι διατήρησαν τις αμφιβολίες τους.
Άλλη μια σύγκρουση του Θεοδωράκη με την αριστερή παράταξη σημειώθηκε με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Ενώ αρχικά στάθηκε στο πλευρό της πρώτης αριστερής κυβέρνησης και στον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, στα χρόνια της διακυβέρνησής της τής άσκησε δριμεία κριτική.
Η μεγάλη ρήξη επήλθε με αφορμή τη στάση της τότε κυβέρνησης στο μακεδονικό θέμα και την απόφασή της να υπογράψει την περίφημη Συμφωνία των Πρεσπών. Συμμετείχε στο μεγάλο συλλαλητήριο της 4ης Φεβρουαρίου του 2018 για τη Μακεδονία στην πλατεία Συντάγματος, το οποίο εν μέρει οργανώθηκε από εθνικιστικές και ακροδεξιές ομάδες. Συγκεκριμένα, προσήλθε με αναπηρικό αμαξίδιο και στον εθνοπατριωτικό λόγο που απηύθυνε στο αλαλάζον πλήθος με τις γαλανόλευκες που είχε συγκεντρωθεί, αυτός που κάποτε στην ίδια πλατεία πρωτοστάτησε εναντίον του φασισμού κραδαίνοντας μια γαλανόλευκη βουτηγμένη στο αίμα, προσφώνησε τα μέλη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής «αδέλφια». Συμπλήρωσε, δε, με τη φράση «περιφρονώ τον φασισμό σε όλες του τις μορφές, προπαντός στην πιο απατηλή και επικίνδυνη μορφή του, την αριστερόστροφη».
Αυτό εξόργισε τόσο την κυβέρνηση όσο και τους χιλιάδες οπαδούς της, βάζοντας ένα είδος τίτλων τέλους στη σχέση του με την αριστερά, όχι όμως στην προσωπική του διαδρομή, που ήταν ταυτισμένη με την αριστερά. Η δική του απάντηση προς τους αμφισβητίες του ήταν ότι «όσοι αντιδρούν, δεν μπορούν να δεχτούν ότι ένας παλιός κομμουνιστής και αριστερός είναι τόσο πατριώτης». Ως εκ τούτου, το σύνολο του ελληνικού λαού δεν έπαψε να αγαπά τα τραγούδια του και είτε να παραβλέπει λόγω ηλικίας τις αμφιλεγόμενες θέσεις του είτε να συμφωνεί μαζί του.
Άλλωστε, οι μελετητές του στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» στο Μέγαρο δεν σταματάνε να ανακαλύπτουν και να ενθουσιάζονται ψάχνοντας σε ένα τεράστιο αρχείο 100.000 μουσικών συνθέσεων και άλλων τόσων κειμένων, γεγονός που επιβεβαιώνει προς κάθε κατεύθυνση ότι το μουσικό συμφωνικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη είναι αυτό μιας ιδιοφυΐας. Και ότι με αυτόν τον τρόπο οφείλουμε να τον αντιμετωπίζουμε στην ιστορία όχι μόνο της Ελλάδας αλλά της Ευρώπης και του κόσμου όλου.
Όλες οι φωτογραφίες είναι από το www.mikistheodorakis.gr
Διαβάστε επίσης:
Τώρα σιωπή! Έφυγε ο Μίκης Θεοδωράκης
Μίκης Θεοδωράκης: Η Μακεδονία είναι, ήταν και θα είναι ελληνική