Μίκης Θεοδωράκης – Περιγράφει τα τρομερά βασανιστήρια που του έκαναν στις φυλακές Αβέρωφ
Ο Μίκης Θεοδωράκης και οι αφηγήσεις του συγκλονίζουν.Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει αφηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή του τα χρόνια της εξορίας, τα βασανιστήρια που πέρασε, με τα λόγια του να συγκλονίζουν.
Μια τέτοια συγκλονιστική περιγραφή έκανε ο Μίκης όλων των Ελλήνων για την παραμονή τους στις φυλακές Αβέρωφ.
Το απόσπασμα από το βιβλίο «Το Χρέος – Εκδόσεις «Τετράδια της Δημοκρατίας» συγκινεί.
Γράφει, λοιπόν, για το 1967, λίγους μήνες μετά την εγκαθίδρυση της Χούντας στην Ελλάδα.
«Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα στο Χαϊδάρι. Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κελί αριθμός 4 περίμενα το μαρτύριο και τον θάνατο. Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι. Τότε έγραψα 32 ποιήματα. Τις προηγούμενες μέρες τις πέρασα με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο περιμένοντας να με πάρουν για το μαρτύριο ή για την εκτέλεση.
Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου. Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά έβλεπα με το νου μου, καθαρά, την εικόνα της τελευταίας στιγμής.
Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθύ γαλάζιο. Η ατμόσφαιρα διάφανη, με κρυσταλλένια καθαρότητα. Τι θα φώναζα σ’ αυτήν την στιγμή του τέλους; Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική. Ένας φρουρός έμενε πάντα μέσα στο κελί μαζί μου.
Άν είχε κάποια κατανόηση μπορούσα τότε να κουβεντιάζω λίγο μαζί του. Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Να φωνάξω άραγες «ζήτω η ομορφιά», «ζήτω η αγάπη»; Τότε σκεφτόμουν πως έμεινα ένας αδιόρθωτος ρομαντικός. Υπάρχει ζωή!
Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή! Όλα υπάρχουν. Η Ελλάδα, το Μέτωπο, το Κόμμα!
Κάποτε ο φρουρός συμφωνούσε. Πιο συχνά έχει άλλη γνώμη. Η συζήτηση εξακολουθούσε δίχως τέλος. Τα μεσημέρια η ζέστη ήταν φρικιαστική. Υπέφερα τρομερά. Κοιμόμουν πάνω στο τσιμέντο γυμνός, όπως τη στιγμή που με πιάσανε.
Για προσκεφάλι είχα τα παπούτσια μου. Τα γένια μου είχαν μακρύνει και με τρώγανε. Έτρωγα λίγο, δίχως πιρούνι ή κουτάλι, με τα χέρια.
Ήμουν βρώμικος. Κάποτε καθόμουν στην καρέκλα. Το μοναδικό «έπιπλο». Άλλοτε βάδιζα. Πεντακόσια βήματα καθέτως. Πεντακόσια κυκλικά. Μετρούσα τα κάγκελα. Παρακολουθούσα κρυφά τους μυς του φύλακα. Με μισούσε; Γιατί; Ασφαλώς θα είχε τραγουδήσει τα τραγούδια μου. Πότε λοιπόν θα έπεφτε πάνω μου; Πότε θα με πάρουν;
Τα μάτια τους. Αν τους κοιτάξω κατευθείαν μέσα στα μάτια τότε θα ντραπούν; Οφείλουν να ντραπούν! Αυτή την αγωνία ακολουθούσε μια ανεξήγητα παθιασμένη ευφορία. Ήμουν ευτυχής.
Στο τέλος – τέλος ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομερός. ίσως να είναι όμορφος λέω στον φρουρό μου. Όμως με τον ερχομό της καινούργιας μέρας, μόλις χτυπούσε ο ήλιος, η ζωή έπαιρνε πάλι τα δικαιώματά της.
Η ζωή με νικούσε, με κατασπάραζε. Τα πρόσωπα των παιδιών μου διαπερνούσαν τη σκέψη μου. Θα ήταν για πάντα ορφανά και ο πόνος θα κατοικούσε για πάντα στα όμορφα μάτια τους. Έδιωχνα με βία αυτή την εικόνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης με τα δυο παιδιά του, Γιώργο και Μαργαρίτα Ήμουν δυστυχής γιατί δεν με σκότωσαν αμέσως.
Τι θα με έκαναν τώρα; Με ποιο τρόπο θα με σκότωναν; Το κεφάλι πονούσε. Το αίμα πονούσε. Ώρα 2,3,4,5,6 το απόγιομα. Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου κίτρινος ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου. Κλαίω, φωνάζω! Η καρδιά μου ξαλαφρώνει. Ίσως με σκέπτονται. Κανένας δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ. «934 303» – «934 303» φωνάζω. Ίσως κάποιος ακούσει και τηλεφωνήσει…
«Ο Μίκης ζει». Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και τον θάνατο. Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο ΉΛΙΟΣ και ο ΧΡΟΝΟΣ έγιναν ο κύκλος της ζωής και του θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος κύκλος. Νίκη πικρή γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και γι΄αυτούς που τον μισούν και τον βασανίζουν»…
Διαβάστε επίσης
Μίκης Θεοδωράκης: Η τελευταία επιθυμία και η επιστολή στον Δημήτρη Κουτσούμπα
Τσίπρας για Θεοδωράκη: «Ο Μίκης έδωσε φως στις ψυχές μας»
Μίκης Θεοδωράκης: Έβαλαν δυνατά Ζορμπά στα ηχεία – Δείτε τι έγινε