O Αλέξιος Ε΄ Δούκας εγεννήθη το 1140[1] και ήταν γιος του Σεβαστοκράτορος Ισαακίου Δούκα[2]. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, «είλκε το γένος εξ ενός των αρχαίων της στρατιωτικής αριστοκρατίας οίκων και είχεν άπαντα τα συνήθη αυτών προτερήματα και τα συνήθη ελαττώματα.»[3] Ο ίδιος έφερε το παρωνύμιο Μούρτζουφλος, για το οποίο υπάρχουν διάφορες εκδοχές[4]. Πιθανότερη είναι η εκδοχή ότι λεγόταν έτσι λόγω των σμιχτών φρυδιών που σκίαζαν τα μάτια του[5].
Σύμφωνα με τον Χωνιάτη, ήταν «σοφισματίας ών τό ήθος και τον τρόπον φρονηματίας» δηλαδή εξαιρετικά έξυπνος και θρασύς[6]. Επίσης, «ήτο ανήρ γενναίος, πλούσιος, πονηρός και αγαπητός παρά τω λαώ.»[7] Ως προς την προσωπική του ζωή, είχε νυμφευθεί δύο φορές[8], αλλά είχε χωρίσει και τις δύο του συζύγους[9], λόγω του έρωτά του προς την Ευδοκία Αγγελίνα[10], κόρη του μετέπειτα αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου.
Δ΄ Σταυροφορία
Στις 8 Απριλίου 1195, ο Αυτοκράτωρ Ισαάκιος Β΄ Άγγελος[11], ενώ ήταν σε κυνήγι στη Θράκη, εξεθρονίσθη από τον αδερφό του Αλέξιο Γ΄ Άγγελο[12], ο οποίος, αν και είχε ευεργετηθεί πολλαπλά από τον αδελφό του, τον τύφλωσε και τον φυλάκισε μαζί με τον γιο του, Αλέξιο.
Στη Δύση, ο Ιννοκέντιος Γ΄ έγινε Πάπας το 1198 και έθεσε ως στόχο της θητείας του μια νέα σταυροφορία. Το κάλεσμά του αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Ευρωπαίους Βασιλείς, αλλά αρκετοί Βαρόνοι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Τον Νοέμβριο του 1199 ο κόμης Τιβάλδος της Καμπανίας οργάνωσε τον πρώτο πυρήνα υποστηρικτών της σταυροφορίας μεταξύ των οποίων ήταν ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος[13]. Τον Φεβρουάριο του 1200, προσχώρησαν στο κίνημα και ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος με τον αδελφό του Ερρίκο.
Τον Απρίλιο του 1201, ο Βιλλεαρδουίνος έκλεισε συμφωνία για τη θαλάσσια μεταφορά με τον Δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο[14]. Η συμφωνία προέβλεπε ότι έναντι ποσού 85.000 αργυρών μάρκων η Βενετία θα προμήθευε εφόδια και θα μετέφερε στην Αίγυπτο 4.500 ιππότες με τα άλογά τους, 9.000 ιπποκόμους και 20.000 πεζούς στρατιώτες. Το πέραμα θα γινόταν με 450 μεταφορικά πλοία. Επιπλέον συζητήθηκε η συμμετοχή των Βενετών στις πολεμικές επιχειρήσεις και η Βενετία συμφώνησε να στείλει και 50 πολεμικές γαλέρες με αντάλλαγμα το 50% των εδαφών που θα κατακτούσαν οι Σταυροφόροι. Τον Μάιο του 1201, ο Τιβάλδος της Καμπανίας πέθανε ξαφνικά και εξελέγη ως νέος αρχηγός της Σταυροφορίας ο μαρκήσιος από το Πεδεμόντιο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός[15].
Στα τέλη του 1201, ο Αλέξιος, ο γιος του Ισαακίου, διέφυγε από τη φυλακή του στην Κωνσταντινούπολη και κατευθύνθηκε στην αυλή της αδελφής του Ειρήνης, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Γερμανό Αυτοκράτορα Φίλιππο της Σουαβίας[16]. Τα Χριστούγεννα του 1201, ο Βονιφάτιος συναντήθηκε στην Σουαβία με τον Αλέξιο Άγγελο. Ο τελευταίος πρότεινε στον Βονιφάτιο να χρησιμοποιηθεί ο Σταυροφορικός στρατός για την ανατροπή του Αυτοκράτορα της Ρωμανίας και θείο του Αλέξιο. Ο Βονιφάτιος μετέφερε την πρόταση στον Πάπα, ο οποίος την απέρριψε κατηγορηματικώς.
Εν τω μεταξύ, ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, μπροστά στην προοπτική να ακυρωθεί η Σταυροφορία και να χάσουν οι Βενετοί την επένδυση που είχαν κάνει μέχρι τότε, πρότεινε στο Συμβούλιο της Βενετίας (Comùn) έναν τρόπο για να αποσβεσθεί μέρος τους χρέους: να καταλάβουν οι Σταυροφόροι για λογαριασμό της Βενετίας κάποια λιμάνια στις δαλματικές ακτές τα οποία ανήκαν παλιότερα στη Βενετία και είχαν καταληφθεί από το βασίλειο της Ουγγαρίας το 1183. Η επιχείρηση ενεκρίθη και ο στόλος των σταυροφόρων απέπλευσε από την Βενετία, ύστερα από μεγάλη τελετή στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στις αρχές Οκτωβρίου 1202. Οι Σταυροφόροι κατέλαβαν εύκολα την Τεργέστη και μετά πολιόρκησαν την πόλη Ζάρα[17], η οποία κατελήφθη και λεηλατήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1202. Όταν η είδηση της λεηλασίας της Ζάρας έφτασε στον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, ο τελευταίος αφόρισε ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα των σταυροφόρων. Κατόπιν, αντιλαμβανόμενος ότι οι σταυροφόροι υπήρξαν θύματα εκβιασμού, τους συγχώρησε, αλλά διατήρησε τον αφορισμό στους Βενετούς, οι οποίοι, όμως, αδιαφόρησαν.[18] Ο Πάπας, την ίδια στιγμή που επέμεινε στην αποδοκιμασία των γεγονότων και στην απαγόρευση κάθε νέας προσβολής εναντίον χριστιανών, δήλωνε ότι οι Έλληνες έγιναν «ένοχοι βαρυτάτων κατά του Θεού και της εκκλησίας εγκλημάτων, ότι απεποιούντο πεισματωδώς να αναγνωρίσωσι την κυριαρχίαν της Ρώμης και ότι ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ΄ διέπραξε τας δεινότερας κατά του αδελφού αυτού και νομίμου κυρίου του. “Αλλά, προσέθετεν, έργον υμών δεν είναι να τιμωρήσετε τας αμαρτίας ταύτας.”[19]» Ο Δάνδολος και ο Βονιφάτιος εννόησαν από αυτά τα λόγια ότι αφού όχι μόνον ο Αλέξιος Γ΄, αλλά και όλοι οι Έλληνες ήταν άξιοι τιμωρίας, η επιβολή τιμωρίας τους δεν θα ελογίζετο ως αμάρτημα[20].
Στις αρχές του 1203, ένας αγγελιαφόρος κατέφθασε από την Γερμανία στην Ζάρα, εκ μέρους του Φιλίππου της Σουαβίας στον Βονιφάτιο, με μια οριστική προσφορά του γυναικάδελφου του, Αλεξίου. Ο τελευταίος υπεσχέθη σε αντάλλαγμα, την συντήρηση του στόλου των σταυροφόρων για έναν χρόνο με δικές του δαπάνες, συμμετοχή στην στρατιωτική επιχείρηση με στρατό της Ρωμανίας, διατήρηση στρατιωτικού σώματος με έξοδά του στην Ιερουσαλήμ και εφόδια για έναν χρόνο[21]. Ο Βονιφάτιος ανέφερε το ζήτημα στον Δάνδολο, ο οποίος το απεδέχθη με ενθουσιασμό. Σχετικώς με τους λόγους αποδοχής του σχεδίου, ο Runciman αναφέρει σχετικώς: «Η Βενετία θα έπαιρνε τα χρήματά της και συγχρόνως θα ταπείνωνε τους Έλληνες και θα μπορούσε να διευρύνει και να ενισχύσει τα εμπορικά της προνόμια σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.»[22] Όταν η πρόταση ετέθη υπόψη των σταυροφόρων, υπήρξαν μερικοί που αντέδρασαν, εγκατέλειψαν τον στρατό και έπλευσαν στην Συρία, ενώ άλλοι παρέμειναν με το στρατό διαμαρτυρόμενοι· άλλοι πάλι σώπασαν χάρη στις δωροδοκίες των Βενετών. Ωστόσο, όλοι οι σταυροφόροι είχαν μέσα τους μένος εναντίον της Ρωμανίας. Ο Runciman αναφέρει σχετικώς: «ο μέσος σταυροφόρος είχε διδαχθεί να πιστεύει ότι το Βυζάντιο τηρούσε διαρκώς προδοτική στάση έναντι στην Χριστιανοσύνη σε όλους τους ιερούς πολέμους. Θα ήταν φρόνιμη και αξιέπαινη πράξη το να του επιβάλουν τώρα να συνεργασθεί δια της βίας. Οι ευλαβείς άνθρωποι μέσα στο στρατό ήσαν ευτυχείς να βοηθήσουν σε μια πολιτική που θα έφερνε τους σχισματικούς Έλληνες στους κόλπους της εκκλησίας. Οι πιο κοσμικοί σκέφτονταν τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης και τις ευημερούσες επαρχίες της και ανυπομονούσαν να την λεηλατήσουν.»[23] Ως εκ τούτου, «όλη η μνησικακία που έτρεφε η Δύση εξ αποστάσεως εναντίον της ανατολικής Χριστιανοσύνης διευκόλυνε τον Δάνδολο και τον Βονιφάτιο, ώστε να παρασύρουν την κοινή γνώμη για τους υποστηρίξει.»[24]
Οι σταυροφόροι πέρασαν τον χειμώνα στη Ζάρα, όπου εκεί κατέφθασε και ο Αλέξιος, από την Γερμανία, στις 25 Απριλίου 1203. Λίγες μέρες αργότερα το εκστρατευτικό σώμα απέπλευσε από τη Ζάρα, κάνοντας μία στάση στο Δυρράχιο, όπου ο Αλέξιος έγινε δεκτός ως Αυτοκράτωρ. Κατόπιν αγκυροβόλησε στην Κέρκυρα. Εκεί ο Αλέξιος υπέγραψε επισήμως μια συνθήκη με τους Σταυροφόρους, σύμφωνα με την οποία όταν θα γινόταν αυτοκράτορας, θα ανελάμβανε τη συντήρηση των Σταυροφορικών στρατευμάτων για ένα χρόνο, θα πλήρωνε στους Βενετούς 100.000 αργυρά μάρκα και άλλες 100.000 στους Σταυροφόρους, θα ενίσχυε τους σταυροφόρους με 10.000 Έλληνες ιππείς επί ένα χρόνο στους Αγίους Τόπους και 500 από αυτούς εφ’ όρου ζωής. Επίσης, θα έκανε ό, τι χρειαζόταν για την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πάπα. Το ταξίδι συνεχίστηκε στις 25 Μαΐου 1203. Ο στόλος παρέκαμψε την Πελοπόννησο και έστρεψε προς βορρά, προς την νήσο Άνδρο, όπου γέμισε τις υδαταποθήκες των πλοίων με νερό από τις άφθονες πηγές που υπήρχαν εκεί. Ύστερα, έπλευσε προς τα Δαρδανέλια, τα οποία βρήκε ανυπεράσπιστα.. Σταμάτησαν στην Άβυδο για να συγκεντρώσουν όσα εφόδια μπορούσαν, καθώς τότε, η συγκομιδή στην Θράκη ωρίμαζε.
«Η πρώτη Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως»
Στις 23 Ιουνίου 1203, οι Σταυροφόροι αντίκρισαν την Κωνσταντινούπολη μένοντας κατάπληκτοι από το μεγαλειώδες θέαμα. Σύμφωνα με τον Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος περιγράφει: «Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο καλά οχυρωμένη πόλη. Είδαν τα υψηλά τείχη, τους ισχυρούς πύργους, τα θαυμαστά παλάτια, τις μεγάλες εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές ώστε κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν τις έβλεπε με τα μάτια του. Το μήκος της, το πλάτος της, έδειχναν πως ήταν η βασιλεύουσα των πόλεων.»[25] Τα δεκάδες βενετικά πλοία αγκυροβόλησαν στην Χαλκηδόνα και στην Χρυσούπολη. Στις 1 Ιουλίου 1203, ο Αλέξιος Γ΄ έστειλε τον Μιχαήλ Στρυφνό[26] με ένα στράτευμα να διώξει τους σταυροφόρους από την Χρυσούπολη, αλλά εκείνος, μόλις είδε τους σταυροφόρους να επιτίθενται, ετράπη σε φυγή[27]. Ο Αλέξιος Γ΄ έστειλε τον Λομβαρδό Νικόλαο Ρου[28] να προτείνει στους σταυροφόρους να δεχθούν χρήματα και εφόδια και να αποχωρήσουν[29]. Εκείνοι απάντησαν ότι θα αποχωρούσαν μόνο αν ανέβαινε στον θρόνο ο γιος του Ισαακίου, Αλέξιος. Την επόμενη ημέρα, ο Δόγης ανέβασε τον τελευταίο σε μία γαλέρα και έπλευσε κοντά στα τείχη για να τον παρουσιάσει στον λαό της Κωνσταντινουπόλεως[30]. Όσοι Έλληνες ήταν στα τείχη, φασκέλωσαν και έβρισαν και τους δύο και τότε οι σταυροφόροι αποφάσισαν να επιτεθούν[31].
Στις 5 Ιουλίου 1203, οι σταυροφόροι κατέλαβαν πρώτα το Γαλατά και έκοψαν την αλυσίδα, η οποία έκλεινε την είσοδο στον Κεράτιο κόλπο. Μετά, τα πλοία τους εισέπλευσαν στο λιμάνι της Κωνσταντινουπόλεως και άρχισε η επίθεση από ξηράς και θαλάσσης κατά των τειχών της πόλης. Ο Αλέξιος Γ΄ ετέθη ο ίδιος επικεφαλής του στρατού του, αλλά πάλι υποχώρησε χωρίς να δώσει μάχη[32]. Στις 17 Ιουλίου 1203, οι σταυροφόροι υπό την ηγεσία του Δάνδολου κατέλαβαν κάποιους πύργους στα θαλάσσια τείχη, αλλά η Βαράγγια Φρουρά κατάφερε να εμποδίσει την κατάληψη των υπόλοιπων τειχών. Οι Βαράγγοι ετοιμάστηκαν για αντεπίθεση, αλλά οι σταυροφόροι έβαλαν φωτιά σε ορισμένα κτήρια, η οποία αναζωπυρώθηκε τόσο, ώστε τα κτήρια στον χώρο από το ύψωμα των Βλαχερνών έως την μονή της Ευεργέτισσας κάηκαν όλα. Όπως γράφει ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, η φωτιά ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι Έλληνες υπερασπιστές δεν μπορούσαν να δουν τους Λατίνους[33]. Την ίδια στιγμή, ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος βγήκε με τον στρατό του από την πύλη του Αδριανού και, παρά τις προτροπές του στρατηγού Θεοδώρου Λάσκαρη[34] να πολεμήσει[35], εκείνος παρέταξε τον στρατό του και υποχώρησε[36]. Την νύκτα της ίδιας ημέρας, συγκέντρωσε δέκα κεντητάρια χρυσού, τις πολύτιμες πέτρες, που κοσμούσαν το στέμμα, φωτεινά στιπλνά μαργαριτάρια, βασιλικές στολές και με την κόρη του Ειρήνη και κάποιες συγγενείς του εισήλθε σε πλοίο και έφυγε[37]. Φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη κατευθύνθηκε προς την Φιλιππούπολη, όπου όμως δεν έγινε δεκτός και κατέληξε στην Μοσυνούπολη[38], στην οποία και εγκαταστάθηκε.
Αμέσως, ο αυτοκρατορικός Σακελλάριος συνέλαβε την αυτοκράτειρα Ευφροσύνη[39], τον Θεόδωρο Λάσκαρη[40] και τους στενούς συγγενείς του Αλεξίου Γ΄, ενώ αποφυλάκισε τον Ισαάκιο Άγγελο. Στην συνέχεια, εστάλησαν αγγελιοφόροι να αναγγείλουν στους Λατίνους την φυγή του Αλεξίου Γ΄. Εκείνοι ζήτησαν από τον Ισαάκιο Άγγελο να επιβεβαιωθούν οι όροι της συμφωνίας που είχαν συνομολογήσει με τον γιο του. Ο Ισαάκιος εδέχθη με μεγάλη δυσφορία και οι συμφωνίες επισημοποιήθηκαν με όρκους και χαρτιά σφραγισμένα με χρυσόβουλα[41]. Ο Βιλλεαρδουίνος αναφέρει τα επακολουθήσαντα: «Τότε ανέβηκαν οι ευγενείς στα άλογα και οδήγησαν τον πρίγκιπα με πολύ μεγάλη χαρά τους στην πολιτεία, στον πατέρα του. Και οι Έλληνες του άνοιξαν την πύλη και τον υποδέχτηκαν με πολύ μεγάλες χαρές και πολύ μεγάλη γιορτή.»[42]
Στις 1 Αυγούστου 1203, ο γιος του Ισαακίου Αγγέλου Αλέξιος και ο πατέρας του εστέφθησαν Αυτοκράτορες στην Αγία Σοφία παρουσία και όλων των αρχηγών της σταυροφορίας, ως Αλέξιος Δ΄. Ο Αλέξιος Δούκας έλαβε το αξίωμα του Πρωτοβεστιαρίου[43].
Ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος, προκειμένου να συγκεντρώσει τα συμφωνημένο ποσό, επέβαλε νέους φόρους, δήμευσε περιουσίες, ξήλωσε εικόνες, άρπαξε χρυσά δισκοπότηρα από τις εκκλησίες, προκειμένου να συγκεντρώσει τα χρήματα, που είχε υποσχεθεί στους Λατίνους αλλά δεν το κατόρθωσε. Εκστράτευσε να πάρει τα χρήματα που είχε κλέψει ο θείος του, ο Αλέξιος Γ΄. Έπειτα, αφού περισυνέλεξε ό, τι βρισκόταν στο δημόσιο ταμείο, δήμευσε τα κτήματα της Ευφροσύνης και των οπαδών της, πλήρωσε τους Λατίνους 100.000 μάρκα, από τα οποία πήραν οι Βενετοί 50.000 άμεσα -σύμφωνα με την διανομή των κατακτήσεων- και 36.000 έμμεσα για την πληρωμή του χρέους των σταυροφόρων. Τα υπόλοιπα μοιράστηκαν στους σταυροφόρους.
Στις 19 Αυγούστου 1203, σημειώθηκαν ταραχές μεταξύ των Ελλήνων και των Λατίνων της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι έβαλαν φωτιά σε σπίτια που γρήγορα εξαπλώθηκε και μαινόταν ανεξέλεγκτα για οκτώ ημέρες. Μεγάλο μέρος της Κωνσταντινουπόλεως και πολλά μνημεία καταστράφηκαν ενώ το 1/3 του πληθυσμού έμεινε άστεγο. Ο Χωνιάτης κατηγορεί τους σταυροφόρους ότι έβαλαν την φωτιά για να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες[44], αλλά ο Βιλλεαρδουίνος αποκρούει την πιθανότητα αυτή[45]. Αυτό το γεγονός έκανε μισητούς τους Σταυροφόρους στην Κωνσταντινούπολη.
Παράλληλα, στις 25 Αυγούστου 1203, ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος υπέβαλε ομολογία πίστεως στον Πάπα της Ρώμης ομολογία πίστεως και ανάγκασε τον πατριάρχη Ιωάννη Ι΄ Καματηρό[46] να ανακηρύξει μέσα στην Αγία Σοφία τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ πρώτο επί της γης εκπρόσωπο του Χριστού. Αδυνατώντας, όμως, να συγκεντρώσει τα οφειλόμενα χρήματα, είπε στους σταυροφόρους τα εξής: «Πλησιάζει η μέρα που θα πρέπει να φύγετε και η συνεργασία που κάνατε με τους Βενετούς δεν θα κρατήσει παρά μέχρι την γιορτή του Αγίου Μιχαήλ[47]. Μέσα σε τόσο λίγο χρόνο δεν μπορώ να εκτελέσω τις συμφωνίες που έχω κάνει μαζί σας. Μάθετε πως αν με αφήσετε μοναχό μου, οι Έλληνες θα με μισήσουν εξαιτίας σας. θα ξαναχάσω την χώρα μου και θα με σκοτώσουν. Αλλά να κάνετε ένα πράγμα που θα σας πω: να μείνετε μέχρι τον Μάρτιο και εγώ θα παρατείνω για σας την παραμονή του στόλου σας, μέχρι την γιορτή του Αγίου Μιχαήλ του χρόνου και θα πληρώσω τα έξοδα στους Βενετούς, και θα σας δώσω ό, τι χρειάζεται, μέχρι το Πάσχα. Και μέσα σ΄ αυτό το διάστημα θα έχω κάνει έτσι με την χώρα μου, που και να μην γίνεται να την ξαναχάσω, και τις συμφωνίες μου μαζί σας να κρατήσω. γιατί θα έχω πάρει τα χρήματα που θα μου έρθουν από την χώρα μου και θα έχω ετοιμάσει στόλο για να έρθω μαζί σας ή για να τον στείλω, έτσι όπως σας έχω υποσχεθεί. Και τότε θα ΄χετε το καλοκαίρι από την αρχή μέχρι το τέλος για να κάνετε την εκστρατεία.»[48] Οι σταυροφόροι εδέχθησαν με μεγάλη δυσφορία.
Τον Νοέμβριο του 1203, οι σταυροφόροι λεηλάτησαν τα προάστια της Κωνσταντινουπόλεως και τις ακτές της Προποντίδας για να βρουν εφόδια. Τον Νοέμβριο του 1203, ο Αλέξιος Δ΄ επετέθη σε πόλεις της Θράκης που είχαν μείνει πιστές στον Αλέξιο Γ΄, από την λεηλασία των οποίων εξοικονόμησε κάποια ακόμα χρήματα. Ωστόσο, αγανακτισμένος από τους εκβιασμούς των Λατίνων και φοβούμενος την οργή του λαού, ανακοίνωσε στον Βονιφάτιο ότι δεν μπορούσε ούτε ήθελε να δώσει τα χρήματα που του ζητούσαν. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1203, οι Λατίνοι έστειλαν πρεσβεία στον Αλέξιο Δ΄ με επικεφαλής τον Κόνωνα της Μπετύν, ο οποίος απείλησε ανοικτά τους Έλληνες ότι θα απέσυραν την υποστήριξή τους και ότι θα διεξήγαγαν πόλεμο, στην περίπτωση που δεν υλοποιούσαν όσα είχαν υποσχεθεί[49]. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος σημειώνει ότι: «Πολλοί από τους Έλληνες θεώρησαν αυτήν την πρόσκληση πολύ περίεργη και θρασύτατη και είπανε πως ποτέ κανείς δεν στάθηκε θαρραλέος ώστε να τολμήσει να προκαλέσει τον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης μέσα στα διαμερίσματά του. Πολύς θόρυβος σηκώθηκε εκεί μέσα. και οι αγγελιοφόροι γύρισαν την πλάτη και πήγαν στην πύλη και ανέβηκαν στα άλογά τους»[50].
Τις επόμενες ημέρες, ο Δάνδολος ζήτησε να δει τον Αλέξιο Δ΄ και συναντήθηκαν στο λιμάνι του Γαλατά. Ο Βενετός Δόγης τον προέτρεψε να πληρώσει όσα όφειλε αλλά, εκείνος, έχοντας αγανακτήσει με τους Σταυροφόρους, απάντησε θυμωμένα ότι δεν μπορούσε, ούτε και ήθελε να δώσει περισσότερα. Τότε, ο Ερρίκος Δάνδολος του μήνυσε: «Αίσχιστον παιδάριον, ημείς από κοπρίας σε ανεστήσαμεν, και ημείς πάλιν θέλομεν σε ρίψει εις την κοπρίαν.»[51]
Εξοργισμένοι οι πολίτες, «το δημώδες της πόλεως» καθώς αναφέρει ο Χωνιάτης, από τις καθημερινές λεηλασίες, καταστροφές κτηρίων και μικροσυμπλοκές με τους Λατίνους, στρέφονταν προς τον Αυτοκράτορα, ζητώντας να ξεκινήσει μαζί τους «πιστοίς ούσι και πατριώταις»[52] και να κινηθούν με τον στρατό κατά των σταυροφόρων. Εκείνος, όμως, αδιαφορούσε, καθώς το εύρισκε ως «ασύμφορο»[53]. Ο Αλέξιος Δούκας εκινήθη αυτοβούλως να το πράξει[54]. Στις 1 Δεκεμβρίου 1203, συγκρούστηκε με τους Λατίνους στην τοποθεσία Τρυπητός Λίθος, αρχικά νικώντας τους, αλλά μετά από λίγη ώρα, το άλογό του γλίστρησε και ο ίδιος έπεσε και κινδύνευσε να αιχμαλωτισθεί. Κανείς από τους Διοικητές δεν τον βοήθησε, γιατί είχαν διαταχθεί από τον Αυτοκράτορα[55]. Τελικά, διεσώθη, διότι «τοξότις νεολαία της πόλεως τα δυνατά παρατυχούσα επήμυνε»[56]] (δηλαδή μια ομάδα νεαρών τοξοτών τον υπερασπίστηκε). Παρόμοιο γεγονός συνέβη και στις 27 Δεκεμβρίου 1203[57]. Κατόπιν, ο Αλέξιος Δούκας επεχείρησε να πυρπολήσει τον βενετικό στόλο[58], αλλά, λόγω της προνοίας του Δάνδολου, ματαιώθηκε[59]. Στις 9 Ιανουαρίου 1204, έγινε νέα μάχη, την οποία, όμως, απέκρουσε ο Βονιφάτιος[60].
Η ανάρρηση του Αλεξίου Ε΄ Δούκα στον θρόνο
Στις 25 Ιανουαρίου 1204, πραγματοποιήθηκε στην Αγία Σοφία συγκέντρωση του λαού, που είχε απογοητευθεί από την πολιτική των δύο Αυτοκρατόρων. Απευθυνόταν στους επίσης συγκεντρωμένους εκεί, «την Σύγκλητον, την των αρχιερέων ομήγυριν και τους του βήματος λογίμους»[61], οι οποίοι «ηναγκάζοντο συνελθείν εκείσε και συνδιασκέψασθαί σφισι περί του άρξαντος.»[62] Στις 28 Ιανουαρίου 1204, μετά από ένα χαώδες τριήμερο αναρχίας, o όχλος ανακήρυξε Αυτοκράτορα στην Αγία Σοφία τον Νικόλαο Καναβό, ο οποίος ήταν «τὸ ήθος μειλίχῳ και δεξιώ την γνώμην καὶ στρατηγικώ τὰ πολέμια»[63], δεν ήθελε, όμως, να ενθρονισθεί και επιπλέον, δεν ανεγνωρίσθη επισήμως από τον Πατριάρχη, την αριστοκρατία και την Σύγκλητο.
Ο Αλέξιος Δ΄, που είχε οχυρωθεί μαζί με τον πατέρα του στον Παλάτιο των Βλαχερνών, ανέθεσε στους στενούς του συνεργάτες και στον Αλέξιο Δούκα να επικοινωνήσουν με τους σταυροφόρους και να ζητήσουν την βοήθειά τους για να επέμβουν και να τους σώσουν. Εκείνος, όμως, δεν εκτέλεσε την διαταγή του, αλλά, με την βοήθεια του ευνούχου, που ήταν υπεύθυνος για το θησαυροφυλάκιο[64], δωροδόκησε τους Βαράγγους σωματοφύλακες. Την νύχτα της 28ης προς 29ης Ιανουαρίου 1204, ανήγγειλε στον Αλέξιο Δ΄ και τον πατέρα του ότι οι συγγενείς του, ο λαός και οι Βαράγγοι βρίσκονταν έξω από τις πόρτες και ζητούσαν να τους φονεύσουν[65], λόγω της φιλίας και της εξαρτήσεώς τους από τους σταυροφόρους[66]. Τους πήρε μαζί του με το πρόσχημα ότι θα τους σώσει, αλλά τους έκλεισε στην φυλακή. Αμέσως μετά, ενεδύθη τα αυτοκρατορικά ενδύματα και ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ[67].
Σχετικώς με την στάση των σταυροφόρων, ο Runciman αναφέρει: «Η ανακτορική επανάσταση υπήρξε άμεση πρόκληση κατά των σταυροφόρων. Οι Βενετοί από καιρό τους παρακινούσαν να εφαρμόσουν τη μόνη αποτελεσματική λύση που κατά τη γνώμη τους ήταν λογική, δηλαδή να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη εξ εφόδου και να εγκαταστήσουν εκεί ένα Δυτικό ως Αυτοκράτορα.»[68]
Στις 2 Φεβρουαρίου 1204, ο Ερρίκος της Φλάνδρας επετέθη στην Φιλέα της επαρχίας Δέρκων της Θράκης για να βρει προμήθειες[69]. Ο Αλέξιος Δούκας πραγματοποίησε μάχη εναντίον του, αλλά επειδή ο στρατός του δείλιασε και υποχώρησε[70], ο ίδιος κινδύνευσε να συλληφθεί ζωντανός και στα χέρια των σταυροφόρων έπεσαν ο θυρεός και η εικόνα της Παναγίας της Νικοποιού[71]. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, διέδωσε ότι είχε νικήσει τον Ερρίκο της Φλάνδρας και σε ερωτήσεις των Ελλήνων για την εξαφάνιση της εικόνας και του θυρεού, τους απαντούσε πως όλα ήταν σε ασφάλεια[72]. Όταν το έμαθαν αυτό οι σταυροφόροι, σύμφωνα με τον Ροβέρτο του Κλαρί, ανέβασαν την Εικόνα ψηλά σε μια γαλέρα, μαζί με τον θυρεό της Αυτοκρατορίαςκαι «αρμένισαν την γαλέρα αυτή μαζί με την Εικόνα απ’ άκρη σ΄ άκρη των τειχών, έτσι ώστε όσοι ήταν στα τείχη και πολλοί απ’ τους κατοίκους της πόλης τα είδαν και κατάλαβαν καλά πως ήταν ο θυρεός και η Εικόνα του Αυτοκράτορα.»[73] Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας προσπάθησε να ανατρέψει το αρνητικό κλίμα, λέγοντας ότι θα εκδικηθεί σκληρά τους σταυροφόρους για την πράξη τους αυτή. Το γεγονός, όμως, της απώλειας της εικόνας της Παναγίας της Νικοποιού που συμβόλιζε την προστασία της Θεοτόκου, θεωρήθηκε κάκιστος οιωνός από τους Έλληνες και ευοίωνο σημείο από τους σταυροφόρους.
Στις 5 Φεβρουαρίου 1204, ο Αλέξιος Δούκας εστέφθη Αυτοκράτωρ στην Αγία Σοφία ως Αλέξιος Ε΄. Συνελήφθη ο Νικόλαος Καναβός από την φρουρά του Αλεξίου Ε΄ Δούκα και εφυλακίσθη. Λέγεται ότι ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας είχε δώσει διαταγή εκτελέσεως του Καναβού, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Επίσης, ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας επεχείρησε να καταστρέψει τα εχθρικά πλοία με την αποστολή φλεγόμενων πλοίων, αλλά απέτυχε[74].
Ο Αλέξιος Ε΄ απομάκρυνε όλους τους αξιωματούχους που θεωρούσε ότι δεν ήσαν πιστοί στο πρόσωπό του, συμπεριλαμβανομένου και του τότε λογοθέτη των σεκρέτων[75] και ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος, έκτοτε, έτρεφε μίσος απέναντί του[76]. Ευρίσκοντας το θησαυροφυλάκιο άδειο, υποχρεώθηκε να φορολογήσει βαριά τους αριστοκράτες. Ταλαιπώρησε τους πρώην καίσαρες, τους πρώην σεβαστοκράτορες και άλλους πρώην αξιωματούχους της περιόδου των Αγγέλων[77] και τα δημευθέντα χρήματά τους τα διοχέτευσε σε δημόσιες ανάγκες[78]. Αυτές του οι ενέργειες τον έκαναν αγαπητό στον λαό, αλλά έχασε την υποστήριξη από την αριστοκρατία, ακόμη και από τους συγγενείς του[79].
Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας ύψωσε τα παράλια τείχη της Κωνσταντινουπόλεως με δοκούς, ενίσχυσε τις χερσαίες πύλες και αναζωπύρωσε το φρόνημα των στρατιωτών «τω καθ΄ εαυτώ υποδείγματι»[80]. Σύμφωνα με τον Χωνιάτη, πολλές φορές, λάμβανε το ξίφος, φορούσε την χάλκινη περικεφαλαία του και ανέκοπτε τις επιδρομές των σταυροφόρων, και όταν αυτοί έβγαιναν για να συλλέξουν προμήθειες, εμφανιζόταν μπροστά τους με δική του πρωτοβουλία[81]. Σύμφωνα με την Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας «δεν είχε, όμως, τις τεχνικές γνώσεις για διεξαγωγή άμυνας σε πολιορκία, αλλά ούτε και τις συμπάθειες της ανωτέρας τάξεως διέθετε, η οποία όλο αυτό το διάστημα δεν κινητοποιήθηκε.»[82]
Στις 8 Φεβρουαρίου 1204, ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, κατόπιν αιτήματός του, συναντήθηκε με τον Αλέξιο Ε΄ Δούκα στο Κοσμίδιον[83]. Στην συνάντηση, ο Βενετός Δόγης ευρίσκετο όρθιος στην γαλέρα του και ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας ήταν έφιππος στην ακτή. Ο τελευταίος προσπάθησε να συμφωνηθεί μια ομαλή αποχώρηση των Σταυροφόρων. Αντίθετα, ο υπέργηρος Δόγης απαίτησε τα εξής:
- Έπρεπε να επανέλθει στον θρόνο ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος.
- Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη από τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο.
- Οι Λατίνοι θα διαπραγματεύονταν μόνον με τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, του οποίου οι προηγούμενες πράξεις θα μπορούσαν να συγχωρεθούν λόγω της νεότητος και της ανωριμότητός του.
- Η υποταγή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως στην Εκκλησία της Ρώμης ήταν απαραίτητη.
- Οι συμφωνίες που προηγουμένως είχαν συμφωνηθεί με τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο έπρεπε να τηρηθούν. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πληρωθούν τα χρέη του[84]. Μάλιστα, ζήτησε να αποπληρωθούν δύο χιλιάδες διακόσια εξήντα οκτώ κιλών χρυσού[85].
Σύμφωνα με τον Χωνιάτη, οι απαιτήσεις αυτές ήταν «αποκναίουσαί τε καὶ δυσπαράδεκτοι τοις γευομένοις ελευθερίας και ειωθόσιν επιτάσσειν, ουκ επιτάσσεσθαι»[86]. Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας τις απέρριψε. Μάλιστα, όταν αποχωρούσε, εδέχθη την επίθεση των Λατίνων ιπποτών, αλλά κατάφερε να ξεφύγει την τελευταία στιγμή με την βοήθεια της φρουράς των Βαράγγων, που τον συνόδευαν[87].
Εξοργισμένος για την εύνοια των Σταυροφόρων, απέναντι στον φυλακισμένο Αλέξιο Δ΄, στραγγάλισε τον τελευταίο[88]. Έπειτα, απαίτησε από τους Σταυροφόρους να αναχωρήσουν άμεσα από τα εδάφη της Ρωμανίας σε οκτώ ημέρες[89], ειδάλλως θα τους πολεμούσε[90]. Εκείνοι απέρριψαν τις απαιτήσεις του, καθώς τον θεωρούσαν προδότη και δολοφόνο του Αλεξίου Δ΄[91] και ως εκ τούτου, αναρμόδιο να τους προκαλεί[92]. Μάλιστα, τον προειδοποίησαν ότι δεν θα έλυναν την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, πριν εκδικηθούν για τον δολοφονημένο[93], καταλάβουν την πόλη[94] και αποκτήσουν στο ακέραιο όλα όσα είχαν συμφωνήσει με τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο[95].
Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
Στις 7 Μαρτίου 1204, με εισήγηση του Δάνδολου, οι Φράγκοι και οι Βενετοί υπέγραψαν συμφωνία για κατάληψη και διανομή μεταξύ τους της Ρωμανίας (Partitio Romaniae). Όποιον έβαζαν για Αυτοκράτορα θα κρατούσε το μεγάλο αυτοκρατορικό παλάτι και το παλάτι των Βλαχερνών, ένα τέταρτο της πόλης και την Αυτοκρατορία[96]. Τα υπόλοιπα τρία τέταρτα θα μοιράζονταν μεταξύ των Βενετών και των σταυροφόρων σε φέουδα μεταξύ τους[97]. Όλοι οι τιμαριούχοι, εκτός από τον Δόγη, θα ήταν υποτελείς στον Αυτοκράτορα.
Στις 8 Απριλίου 1204, τα μεγαλύτερα πλοία των σταυροφόρων κατέλαβαν μια ευθεία γραμμή από την μονή Ευεργέτου προς το παλάτι των Βλαχερνών, το οποίο πυρπολήθηκε και τα κτήρια ισοπεδώθηκαν, αποψιλώνοντας κάθε ευχάριστο θέαμα[98]. Βλέποντας ο Δούκας αυτά, διέταξε να στηθεί η αυτοκρατορική σκηνή στην μονή του Παντεπόπτου από όπου ήταν ορατά τα πολεμικά πλοία και η δράση των επιβαινόντων σε αυτά[99].
Στις 9 Απριλίου 1204, οι σταυροφόροι εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση από την θάλασσα, από την πλευρά του Κερατίου. Προς μεγάλη τους έκπληξη, ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας είχε προετοιμάσει την άμυνα και, με σύμμαχο τον κακό καιρό, η επίθεση απεκρούσθη. Ο αέρας φυσούσε δυνατά από την ξηρά και τα καράβια δεν μπορούσαν να πλησιάσουν κοντά, ώστε οι σταυροφόροι να ανεβούν πάνω στα τείχη όπως είχαν σχεδιάσει. Γύρω στο μεσημέρι, ύστερα από πολύωρη άγρια μάχη σε όλο το μήκος των τειχών, οι Σταυροφόροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με βαριές απώλειες. Η ήττα τούς αποθάρρυνε και άρχισαν να σκέφτονται να λύσουν την πολιορκία. Οι ηγέτες τους και οι καθολικοί κληρικοί, όμως, παρενέβησαν και προσπάθησαν να τους φανατίσουν με λόγια όπως «οι Έλληνες είναι χειρότεροι από τους Εβραίους» και κραυγάζοντας ότι είναι θέλημα Θεού να εξολοθρεύσουν τους «σχισματικούς».
Στις 11 Απριλίου 1204, μάλιστα, σύμφωνα με τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, συγκεντρώθηκαν οι αρχηγοί της σταυροφορίας και ο Ερρίκος Δάνδολος, μαζί με τους ιππότες. Οι μετέχοντες στην εκστρατεία κληρικοί, εκπρόσωποι του Πάπα και επίσκοποι των Σουασόν, Troyes, Χαλμπερσαντ, ο maître Jehans de Faicete και ο ηγούμενος του Loos «εξήγησαν στους ευγενείς και στους προσκυνητές πως εκείνος που είχε κάνει τέτοια δολοφονία[100] δεν είχε δικαίωμα να έχει στην κατοχή του μια χώρα και όλοι εκείνοι που το αποδεχόντουσαν, κάτι τέτοιο ήταν συνένοχοι στον φόνο και, έξω απ’ αυτό, είχαν πάψει να υπακούουν στην Ρώμη. “Γι αυτό σας λέμε” είπαν οι κληρικοί “πως η μάχη είναι δίκαια και σωστή. Και αν έχετε το δίκαιο σκοπό να κατακτήσετε την χώρα και να την κάνετε να υπακούσει στην Ρώμη, θα έχετε την συγχώρεση που σας προσφέρει ο Πάπας, όσοι πεθάνετε στον πόλεμο εξομολογημένοι”.»[101]
Στις 12 Απριλίου 1204, η επίθεση των Λατίνων επαναλήφθηκε στο ίδιο σημείο, στα επιθαλάσσια τείχη του Κερατίου Κόλπου. Ο Αλέξιος Ε΄, στρατοπεδευμένος στην Ιερά Μονή Παντεπόπτου[102], ενθάρρυνε τους υπερασπιστές και τους έστελνε στα σημεία των τειχών που ήταν πιο ευάλωτα[103]. Οι Έλληνες αντιστάθηκαν και πάλι γενναία και προς στιγμήν πίστεψαν ότι η νίκη ήταν με το μέρος τους. Το μεσημέρι, όμως σηκώθηκε δυνατός βόρειος άνεμος και έσπρωξε τις λατινικές γαλέρες προς τα τείχη. Δύο από αυτές, η «Προσκυνήτρια» και ο «Παράδεισος», ενωμένες με αλυσίδες και με υπερκατασκευές πάνω από το κατάστρωμα προσέγγισαν έναν πύργο και έριξαν τις σκάλες τους. Από τις σκάλες πήδηξε πρώτος πάνω στον πύργο ένας Βενετός που ήθελε να κερδίσει το έπαθλο των χιλίων χρυσών νομισμάτων που είχε τάξει ο Δάνδολος σε όποιον πατούσε πρώτος στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Τον τολμηρό Βενετό σκότωσαν οι Βαράγγοι που υπεράσπιζαν τον πύργο. Αμέσως μετά ακολούθησαν δύο Λατίνοι, ονόματι Ανδρέας Ντυραμπουάζ και Ιωάννης Σουάζ. Ο πρώτος κατόρθωσε να σκοτώσει τον τελευταίο Βάραγγο που στεκόταν ακόμα όρθιος εκεί και έτσι ο πύργος κυριεύθηκε. Από την εναέρια γέφυρα που ένωνε τον πύργο με τις δύο γαλέρες όρμησαν κι άλλοι σταυροφόροι και σύντομα κατέλαβαν τέσσερις ακόμα πύργους. Υπό την προστασία των καταληφθέντων πύργων, οι Λατίνοι άρχισαν να μπαίνουν έφιπποι στην Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες, όταν είδαν την βενετική σημαία να κυματίζει στα θαλάσσια τείχη, πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους[104]. Ο Αλέξιος Ε΄ οχυρώθηκε στο παραθαλάσσιο παλάτι του Βουκολέοντος στην άλλη πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι σταυροφόροι εισήλθαν μέσα στην Πόλη, αλλά παρέμειναν συντεταγμένοι σε παράταξη φοβούμενοι μην γίνει αντεπίθεση εκ μέρους των Ελλήνων. Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας, περιπλανώμενος στην πόλη, προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες να πολεμήσουν, αλλά κανείς δεν άκουγε τις παρακλήσεις του ούτε τις απειλές του[105]. Ο Χωνιάτης αναφέρει ότι «απογνώσεως πάσιν αιγίς επεσέσειστο»[106], είχε νυχτώσει και ο καθένας φρόντιζε για την ζωή του και την μεταφορά της περιουσίας του[107]. Σύμφωνα με την Χριστοφιλοπούλου, οι αρχές και η αγωνιστικότητα του λαού και της αριστοκρατίας «μετά τον θάνατο του Ανδρονίκου Α΄[108] είχαν δώσει την θέση τους στην αποχαύνωση[109].» Τότε, ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας, βλέποντας ότι «ουδὲν ωφελεί, και δεδιώς άμα μη συλληφθείη καὶ ως όψον ή επιτράγημα ταις γνάθοις των Λατίνων προκείσεται»[110] (δηλαδή, δεν ωφελεί και φοβούμενος μην συλληφθεί και γίνει επιδόρπιο για τα σαγόνια των Λατίνων) έφυγε από την Χρυσή Πύλη παίρνοντας μαζί του την πρώην αυτοκράτειρα Ευφροσύνη[111], και την κόρη της Ευδοκία[112], με κάποιους οπαδούς του και αναχώρησε από την Πόλη, μέσω της θάλασσας. Το ίδιο βράδυ, εγκατέλειψαν την Πόλη από τις χερσαίες πύλες της δυτικής πλευράς και πολλοί άλλοι επιφανείς Έλληνες.
Όσοι Έλληνες παρέμειναν, ανακήρυξαν νέο αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη[113], ο οποίος βγήκε μαζί με τον Πατριάρχη στο Χρυσό Ορόσημο, στην πλατεία μεταξύ της εκκλησίας και του Μεγάλου Παλατιού και μίλησε με πάθος στην φρουρά των Βαράγγων, λέγοντάς τους ότι δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν αν παρεδίδονταν τώρα σε νέους κυρίους. Αλλά το φρόνημά τους είχε καταπέσει και δεν ήθελαν πια να πολεμήσουν. Γι αυτό, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης και η οικογένειά του μαζί με άλλους Κωνσταντινουπολίτες που ήταν συγκεντρωμένοι στο λιμάνι του παλατιού, επιβιβάστηκαν σε πλοίο που τους μετέφερε στην απέναντι όχθη του Βοσπόρου. Η οικογένεια των Λασκαρέων κατέφυγε στην Νίκαια, όπου, μετέφεραν την έδρα της Ρωμανίας.
Το πρωί της 13ης Απριλίου 1204 τα υπολείμματα του στρατού, ο κλήρος και ο λαός παραδόθηκαν στους Σταυροφόρους. Οι ιερείς προϋπάντησαν με εικόνες και σταυρούς. Έγιναν μερικές αψιμαχίες στους δρόμους, καθώς οι σταυροφόροι άνοιγαν το δρόμο τους μέσα από την πόλη. Οι τελευταίοι αμέσως μόλις έφθασαν στα πρώτα σπίτια, έβαλαν φωτιά και ξεκίνησαν την λεηλασία της πόλης. Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει σχετικώς: «Οι σταυροφόροι, διασπαρέντες εις όλα αυτής τα τμήματα, ήρπαζον ανηλεώς παν το επιτήδειον να ερεθίσει την απληστίαν αυτών, χρυσόν, άργυρον, πολυτίμους λίθους, μεταξωτά υφάσματα, γουναρικά βαρύτιμα. Εισέβαλλον δε ου μόνον εις τα μέγαρα των πλουσίων, αλλά και εις τας πτωχοτάτας οικίας. Μάτην οι κάτοικοι επεκαλούντο την φιλανθρωπίαν των κομήτων και των βαρώνων, ουδεμίαν εισηκούετο επιεικείας φωνή. Δισχίλιοι πολίται κατεκρεουργήθησαν την πρώτην ημέραν. Κύριος δε οίδε πόσοι εθανατώτησαν κατά τας επομένας. Αλλ΄ οι επιζώντες ήσαν δυστυχέστεροι των θνησκόντων, διότι δεν εγυμνούντο μόνον, αλλά και υβρίζοντο υπό των κατακτητών, οίτινες ουδέν εσεβάσθησαν, ούτε γυναίκα, ούτε ιερά ούτε τάφους. Ο νεκρός του Ιουστινιανού, ου εφείσθησαν οι αιώνες και όστις παρέστη ακέραιος εις τα όμματά των, δεν ανεχαίτησε τας ιεροσύλους αυτών χείρας. Εισερχόμενοι εις τας εκκλησίας έχεον κατά γης και έρριπτον το θείον αίμα και σώμα του Χριστού διαρπάζοντες τα τιμαλφή τούτων δοχεία, ων τα μεν έθραυον ίνα σφετερισθώσι τους εγκειμένους κόσμους, τα δε παρέθετον επί των εαυτών τραπεζών εις οίνων κεράσματα και ως φαγητών σκεύη. Δεινότατα δε ησχημόνησαν και ησέβησαν εν τω μεγάλω της του Θεού Σοφίας ναώ. Η θυωρός τράπεζα, το εκ πασών τιμίων υλών κάλλιστον εκείνο και εξαίσιον και αξιάγαστον σύνθεμα κατεκερματίσθη και διεμερίσθη μεταξύ των σκυλευτών, ωσαύτως και άπας ο απέραντος πλούτος όστις εκόσμει τα ιερά και τεχνικώτατα σκεύη και έπιπλα και προσέτι το βήμα, τον θριγκόν, τον άμβωνα, τας πύλας, αφηρέθη και διηρπάγη. Ίνα φορτωθώσι τα λάφυρα ταύτα, εισήγοντο εις τον ναόν ημίονοι και υποζύγια σεσαγμένα. Και επειδή πολλά εξ αυτών εξωπλίσθουν και έπιπτον δια την των επιπέδων λίθων στιλπνότητα οι στρατιώται εξεκέντουν αυτά, ώστε το θείον δάπεδον εμολύνθη εκ τε του προχυθέντος αίματος και εκ της κόπρου των ζώων. Γυναικάριον δε πορνικόν ανελθόν εις την πατριαρχικήν καθέδραν αφήκεν άσεμνον απ΄ αυτής μέλος και εχόρευεν εν τω ναώ εις ύβριν των ιερωτάτων της θρησκείας τελετών.»[114]
Ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων Νικήτας Χωνιάτης γράφει παρομοίως: «Όθεν ήν εις πόνον ἅπασα κεφαλή, εν στενωποῖς θρήνοι καὶ ουαί καὶ κλαυθμοί, εν τριόδοις οδυρμοί, εν ναοῖς ολοφυρμοί, ἀνδρῶν οἰμωγαί, γυναικών ολολυγαί, ελκυσμοί, ανδραποδισμοί, διασπασμοὶ καὶ βιασμοὶ σωμάτων συναφῶν πρότερον. οἱ τῷ γένει σεμνοί γυμνοὶ περιῄεσαν, οἱ τω γήρᾳ γεραροὶ γοεροί, οἱ πλούσιοι ανούσιοι. οὕτως εν πλατείαις, οὕτως ἐν γωνίαις, οὕτως ἐν τεμένεσιν, οὕτως ἐν καταδύσεσιν· οὐδὲ γὰρ ἦν τις τόπος ανεξερεύνητος ή ασυλίαν τοις προσρυομένοις διδούς… Τοιαύθ’, ως ἐκ πολλών βραχέα δοῦναι τῇ ἱστορίᾳ, οι εξ εσπέρας στρατοὶ κατὰ τῆς Χριστοῦ κληρονομίας παρηνομήκασιν, επ΄ ουδενί τῶν όλων τὸ φιλάνθρωπον ενδειξάμενοι, αλλὰ πάντας αποξενώσαντες χρημάτων καὶ κτημάτων, οικημάτων τε καὶ ἐσθημάτων, καὶ μηδενὸς τῶν πάντων μεταδόντες τοις έχουσι[115].» (δηλαδή «Ο πόνος επικρατούσε παντού. Στα στενάκια αντηχούσαν θρήνοι, κραυγές και κλάματα, οδυρμοί στα σταυροδρόμια, ολοφυρμοί στους ναούς, οιμωγές από άνδρες, ολολυγές γυναικών, αιχμαλωσίες, συρσίματα στους δρόμους, βιασμοί σωμάτων και διάφορα άλλα. Οι αριστοκράτες περιφέρονταν γυμνοί, οι σεβάσμιοι ηλικιωμένοι έκλαιγαν, και οι πλούσιοι είχαν χάσει τις περιουσίες τους. Συνέβαινε έτσι στις πλατείες, στις γωνίες, στους ναούς, και στα κρυφά μέρη. δεν υπήρχε τόπος που να μην είχε εξερευνηθεί ή που να μπορούσε να προσφέρει άσυλο σε αυτούς που έτρεχαν προς τα εκεί.»)
Επίσης, ο Runciman αναφέρει χαρακτηριστικώς: «Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει το αντίστοιχό της στην ιστορία. Επί εννέα αιώνες, η μεγάλη πόλη υπήρξε η πρωτεύουσα του χριστιανικού πολιτισμού. Είχε γεμίσει με έργα τέχνης που είχαν επιζήσει από την αρχαία Ελλάδα και με τα αριστουργήματα των δικών της έξοχων καλλιτεχνών. Οι Ενετοί ήξεραν την αξία αυτών των πραγμάτων. Όπου μπόρεσαν άρπαξαν θησαυρούς και τους μετέφεραν για να στολίσουν τις πλατείες και τις εκκλησίες και τα παλάτια της πόλεώς των. Αλλά οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί είχαν κυριευθεί από μία μανία καταστροφής. Ξεχύθηκαν, ένας ωρυόμενος όχλος στους δρόμους και στα σπίτια, αρπάζοντας οτιδήποτε γυάλιζε και καταστρέφοντας ό, τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν ή για να βιάσουν, ή για ν’ ανοίξουν τα κελάρια για να πιουν. Δεν γλίτωσαν ούτε τα μοναστήρια ούτε οι εκκλησίες ούτε οι βιβλιοθήκες… Πληγωμένες γυναίκες και παιδιά κείτονταν ετοιμοθάνατες μέσα στους δρόμους. Επί τρεις ημέρες εξακολούθησαν οι φρικιαστικές σκηνές της λεηλασίας και της αιματοχυσίας ώσπου η τεράστια και ωραία πόλη έγινε ένα ερείπιο.»[116] Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Βιλλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ σε καμία πόλη δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα.»[117]
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, «η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως ήταν κτύπημα από το οποίο ποτέ δεν θα μπορέσει να αναλάβει η Αυτοκρατορία.»[118] Επίσης, ο Steven Runciman αναφέρει χαρακτηριστικώς: «Δεν υπήρξε μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από την τέταρτη σταυροφορία. Όχι μόνο προκάλεσε την καταστροφή ή τον διασκορπισμό των θησαυρών του παρελθόντος, που το Βυζάντιο είχε με ευλάβεια αποθηκεύσει και τον θανάσιμο τραυματισμό ενός πολιτισμού που ήταν ακόμα ενεργός και μεγάλος, αλλά υπήρξε επίσης μια πράξη γιγαντιαίας πολιτικής ανοησίας. Δεν πήγε βοήθεια στους χριστιανούς της Παλαιστίνης. Αντιθέτως τους στέρησε από πιθανούς βοηθούς. Και ανέτρεψε την όλη άμυνα της χριστιανοσύνης.»[119]
Στις 16 Μαΐου 1204, ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας και του Αϊνώ εστέφθη Αυτοκράτωρ Κωνσταντινουπόλεως[120], ενώ εγκαταστάθηκε ως Πατριάρχης ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι. Ο Δάνδολος, εκτός από τα τρία όγδοα της Κωνσταντινουπόλεως και την Αγία Σοφία, έλαβε υπό την κυριαρχία του τα νησιά του Ιονίου, την Κρήτη, την Εύβοια, την Άνδρο, την Νάξο, τους λιμένες και την ενδοχώρα της Θράκης και μερικά στρατηγικά σημεία κατά μήκος της ακτής της Θάλασσας του Μαρμαρά.[121]
Σχετικώς με την στάση του Πάπα απέναντι σε όλα αυτά τα γεγονότα, ο Runciman γράφει: «Ο πάπας Ιννοκέντιος παρ’ όλη τη δυσπιστία που ένοιωσε για την εκτροπή της Σταυροφορίας προς την Κωνσταντινούπολη, στην αρχή ήταν κατευχαριστημένος. Απαντώντας σε μία εκστατική επιστολή από το νέο αυτοκράτορα Βαλδουίνου που καυχιόταν για τα μεγάλα και πολύτιμα αποτελέσματα του θαύματος που είχε κάνει ο Θεός, ο Ιννοκέντιος έγραψε ότι “έχαιρε εν Κυρίω” και έδωσε την έγκρισή του χωρίς επιφύλαξη.»[122]
Η τύφλωση και ο θάνατος του Αλεξίου Δούκα
Ο Αλέξιος Δούκας, μαζί με την Ευδοκία και την Ευφροσύνη, φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη, φέρεται ότι πήγε προς την Τυρολόη της Θράκης[123], αλλά αυτή η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται[124]. Όταν έμαθε ότι ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος βρισκόταν στη Μοσυνούπολη, κατευθύνθηκε εκεί, όπου και τον συνάντησε[125]. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ακροπολίτη, όμως, ο Αλέξιος Γ΄ αποστρεφόταν τον Αλέξιο Ε΄ Δούκα για πολλούς λόγους, μεταξύ άλλων για την άνοδο του τελευταίου στην εξουσία[126] και «ουδέν ήττον της θυγατρός»[127], δηλαδή πολύ περισσότερο για τον έρωτα που είχε με την κόρη του. Υποδυόμενος τον ρόλο του πεθερού υπεδέχθη τον Αλέξιο Ε΄ Δούκα, και αφού βόλεψε τον χώρο των λουτρών, τον προέτρεψε να λουστεί μαζί με την κόρη του. Μόλις λοιπόν ο Αλέξιος εισήλθε στο λουτρό, οι υπηρέτες του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου όρμησαν όλοι μαζί εναντίον του και εκεί μέσα του εξόρυξαν τα μάτια[128]. Η Ευδοκία, η οποία ήταν κοντά στην πόρτα του λουτρού[129], έβριζε τον πατέρα της για την αισχρή πράξη του[130], ενώ εκείνος την λοιδορούσε για την αναίδεια που επεδείκνυε και τον έρωτά της με τον Αλέξιο Δούκα[131]. Ο Λατίνος Αυτοκράτωρ Βαλδουίνος και ο αδελφός του Ερρίκος της Φλάνδρας, ευρισκόμενοι στην Αδριανούπολη, όταν πληροφορήθηκαν τα νέα της τύφλωσης του Αλεξίου Δούκα αναθάρρησαν[132]. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο Βιλλεαρδουίνος, «πολλές συζητήσεις γίνανε ανάμεσά τους και είπανε πως δεν είχαν αυτοί οι άνθρωποι δικαίωμα να κατέχουν γη, που τόσο άνομα προδίνανε ο ένας τον άλλον.»[133] Ο Βιλλεαρδουίνος πληροφορεί ακόμα ότι οι άνδρες του στρατοπέδου του Μούρτζουφλου, που είχαν στήσει τις τέντες τους και τις σκηνές τους μπροστά από την Μοσυνούπολη, μετά την τύφλωσή του, διασκορπίστηκαν, ενώ κάποιοι δήλωσαν υποταγή στον Αλέξιο Γ΄ και έμειναν κοντά του[134]. O Αλέξιος Δούκας όντας πλέον τυφλός περιπλανιόταν στην περιοχή της Μοσυνούπολης ως «αλήτης»[135], χωρίς προστασία και μόνος[136].
Με στόχο την κατάκτηση των εδαφών της Ρωμανίας, ο Βαλδουίνος κατηύθυνε τον στρατό του προς την Μοσυνούπολη[137]. Ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος, όταν πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Βαλδουίνου, μαζί με την σύζυγό του, τις κόρες του και τους άνδρες που τον υποστήριζαν, ετράπη σε φυγή προς την Θεσσαλονίκη, ενώ οι κάτοικοι της πόλης παραδόθηκαν εκούσια στον Λατίνο «Αυτοκράτορα»[138].
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1204[139] ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας ανεγνωρίσθη από τους Λατίνους, οι οποίοι και τον συνέλαβαν, ενώ εκείνος προσπαθούσε να περάσει στην Μικρά Ασία[140]. Μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και οδηγήθηκε σε δίκη με την κατηγορία ότι «τον εαυτού κύριον καὶ βασιλέα συνειληφώς και του ζην εξαγαγών δι΄ αγχόνης»[141], δηλαδή διότι είχε συλλάβει και απαγχονίσει τον Αλέξιο Δ΄[142]. Ο Αλέξιος Δούκας υπεστήριξε ότι τον θεωρούσε ως «προδότη της Πατρίδος» , όχι μόνον για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει, αλλά και γιατί πολλοί συγγενείς του είχαν ταχθεί μαζί του[143]. Οι Λατίνοι, όμως, δεν ήθελαν να δώσουν σημασία στα λόγια του. Οι ηγέτες της Σταυροφορίας συγκεντρώθηκαν στο παλάτι των Βλαχερνών για να αποφασίσουν την τύχη του. Σύμφωνα με τον Ροβέρτο του Κλαρί, όλοι τελικά υιοθέτησαν την πρόταση του Δάνδολου, ο οποίος πρότεινε τα εξής: «“Σε όσους είναι, όμως, ψηλά… ψηλή είναι και η δικαιοσύνη που τους πρέπει. Θα σας πω τι να τον κάνουμε: υπάρχουν στην πόλη αυτή, δύο ψηλές κολόνες, εξήντα ή πενήντα οργιές ύψος η καθεμιά. Να τον ανεβάσουμε στην κορφή μιας απ’ αυτές και να τον πετάξουμε από κει, κάτω.»[144] Ανέβασαν λοιπόν τον Αλέξιο Δούκα στην κορυφή της στήλης του Θεοδοσίου[145]] και τον γκρέμισαν από αυτήν «μπροστά σε όλο τον κόσμο»[146], έτσι που όταν έπεσε στην γη «έγινε κομμάτια»[147]. Με αυτόν τον τρόπο ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας «εξέρρηξεν οικτρότατα την ψυχήν.»[148]