Με μια ταινία, έγινε ο πρώτος μεγάλος Έλληνας σταρ μετά τον πόλεμο
Σε μια Ελλάδα που έψαχνε νέα πρότυπα, ο Μίμης Φωτόπουλος μέσα από το «Σωφεράκι» έγινε ο πρώτος μεγάλος σταρ της μεταπολεμικής περιόδου, συνδέοντας τη λαϊκή ψυχή με τη μαγεία του σινεμά.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η Ελλάδα μόλις έβγαινε από μια βαθιά πληγή: την Κατοχή, τον Εμφύλιο, την πείνα, την ανασφάλεια, την εσωτερική διάλυση. Οι άνθρωποι αναζητούσαν μια νέα εικόνα του εαυτού τους, μια ανάσα αισιοδοξίας, ένα πρότυπο που να μοιάζει και καθημερινό αλλά και μεγαλύτερο από τη ζωή. Μέσα σε αυτό το κλίμα εμφανίστηκε ο Μίμης Φωτόπουλος στο κινηματογραφικό προσκήνιο με τον ρόλο του “Βάγγου Τσιρίκου” στην ταινία Το Σωφεράκι του Γιώργου Τζαβέλλα. Δεν ήταν απλώς ένας ρόλος, ήταν η γέννηση ενός φαινομένου. Ο Φωτόπουλος δεν υποδυόταν έναν ήρωα με υπερδυνάμεις, αλλά έναν τύπο του λαού, με τις αδυναμίες, τις πονηριές και την ψυχή του ελληνικού δρόμου, εκείνου που έμαθε να επιβιώνει και να αγαπά.
Η επιτυχία της ταινίας Το Σωφεράκι το 1953 δεν οφειλόταν μόνο στη σκηνοθετική αρτιότητα του Τζαβέλλα ή στο εξαιρετικό καστ, αλλά στην ίδια τη στιγμή που προβλήθηκε. Οι θεατές γέμιζαν τα σινεμά όχι για να δουν μια ακόμη φάρσα, αλλά για να γελάσουν και να συγκινηθούν με κάτι που ένιωθαν δικό τους. Ο Βάγγος, ταξιτζής φτωχός αλλά μάγκας, γίνεται σύμβολο μιας Ελλάδας που δεν είχε τίποτα αλλά είχε όρεξη για ζωή. Το τραγούδι Μια ζωή την έχουμε, που ερμηνεύεται στην ταινία, έγινε συνώνυμο της εποχής, και η ταινία έκοψε 190.589 εισιτήρια, κατακτώντας την κορυφή της σεζόν.
Ο Φωτόπουλος, γνωστός από το θέατρο και ήδη καταξιωμένος ως ηθοποιός, με το Σωφεράκι μεταμορφώθηκε στον πρώτο σταρ της μεταπολεμικής Ελλάδας. Όχι επειδή είχε χολιγουντιανή γοητεία, αλλά επειδή ήταν αυθεντικός. Για πρώτη φορά το ελληνικό κοινό δεν ταυτιζόταν με φανταχτερούς ρόλους από τον ξένο κινηματογράφο, αλλά με έναν ήρωα που μπορούσε να συναντήσει στη λαϊκή αγορά, στην πιάτσα των ταξί, στη γειτονιά. Ήταν ο φίλος, ο γείτονας, ο εαυτός τους.
Η ταινία αποτέλεσε και σταθμό για την ίδια την κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας. Ήταν μία από τις πρώτες παραγωγές της Φίνος Φιλμ που απέδειξε ότι ο ελληνικός κινηματογράφος μπορούσε να είναι εμπορικός, λαϊκός, αλλά και καλλιτεχνικά ποιοτικός. Ο ρόλος του Φωτόπουλου αποτέλεσε πρότυπο και για πολλούς άλλους ηθοποιούς που ακολούθησαν. Εγκαινιάστηκε μια εποχή όπου οι πρωταγωνιστές δεν ήταν απλώς ηθοποιοί· γίνονταν πρόσωπα εθνικής εμβέλειας, σύμβολα ενός τρόπου ζωής, μιας αισθητικής, μιας εποχής. Ο όρος “σταρ” άρχισε να ακούγεται στην Ελλάδα όχι ως αντίγραφο του ξένου μοντέλου, αλλά ως κάτι πρωτότυπο, βγαλμένο από την ελληνική κοινωνία και ψυχολογία.
Η συμφωνία του Φωτόπουλου με ελληνική εταιρεία παραγωγής, που εξασφάλισε την αποκλειστική του παρουσία σε δικές της ταινίες, ήταν κάτι που μέχρι τότε γινόταν μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό σήμαινε ότι ένας ηθοποιός μπορούσε πλέον να “πουλάει” μόνο με το όνομά του, να μετακινεί πλήθη, να γίνεται εμπορικό σημείο αναφοράς. Η προσωπικότητά του ξεπερνούσε τους ρόλους. Οι εφημερίδες έγραφαν για εκείνον, οι συνεντεύξεις του διαβάζονταν, και το κοινό ήξερε κάθε του βήμα. Ο Φωτόπουλος δεν ήταν πλέον μόνο ηθοποιός· ήταν μια μορφή δημόσιας ζωής.
Η επιτυχία του συνέπεσε και με τη μετάβαση της κοινωνίας από τη φτώχεια του πολέμου προς μια ελεγχόμενη ελπίδα ανάπτυξης. Το κοινό είχε ανάγκη από παραδείγματα μεταμόρφωσης, από ήρωες που έκαναν δεύτερη αρχή. Ο Βάγγος του Φωτόπουλου ξεκινούσε ως αλήτης, μεθοκόπος και μάγκας και κατέληγε νοικοκύρης και ερωτευμένος, έτοιμος να θυσιάσει την άνεση για την αγάπη. Αυτή η μεταστροφή, που στην ταινία παρουσιάζεται με χιούμορ και συναίσθημα, μιλούσε σε όλους όσους ήθελαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή.
Η εικόνα του πίσω καθίσματος του ταξί, όπου ο ήρωας φιλά τη γυναίκα του ενώ ο νέος σοφέρ οδηγεί το σαραβαλάκι, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα ρομαντικό τέλος. Ήταν η οπτικοποίηση του ελληνικού ονείρου. Από υπάλληλος, αφεντικό. Από μοναξιά, οικογένεια. Από αβεβαιότητα, σταθερότητα. Και όλα αυτά χωρίς να θυσιάζεται το λαϊκό χιούμορ, η αυθεντικότητα και το πείσμα.
Η ιστορία του Φωτόπουλου και του Σωφεράκιου δεν είναι απλώς κινηματογραφική. Είναι μια μικρογραφία της Ελλάδας που ξαναχτίζεται από τις στάχτες της, που μαθαίνει να ελπίζει, που ψάχνει να βρει πρόσωπα με τα οποία να μπορεί να ζήσει, να γελάσει και να πιστέψει. Ο Μίμης Φωτόπουλος έγινε ο πρώτος μεγάλος σταρ ακριβώς γιατί δεν προσπάθησε ποτέ να μοιάσει σε κανέναν άλλο.