Όταν ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν επισκέφτηκε την Ελλάδα και τα παιδιά του πετούσαν πέτρες
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν ήρθε στην Ελλάδα για να εμπνευστεί. Ανέβηκε στην Ακρόπολη και δέχτηκε πέτρες από παιδιά.
Ήταν Μάρτιος του 1841 όταν ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έφτασε στον Πειραιά με πλοίο από τη Νάπολη. Είχε ήδη ταξιδέψει στην Ευρώπη, αλλά η Ελλάδα ήταν για εκείνον ένα όνειρο – η χώρα των μύθων, της ομορφιάς και της έμπνευσης. Όταν έφτασε, ήθελε να δει τα πάντα. Τον μαγνήτιζε η Ακρόπολη, οι δρόμοι, οι άνθρωποι.
Την ημέρα των γενεθλίων του, στις 2 Απριλίου, ανέβηκε στην Ακρόπολη. Μόνος, σιωπηλός, παρατηρούσε τα ερείπια και τα βόδια που έβοσκαν κοντά στο Ηρώδειο. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε το μεγαλείο του αρχαίου κόσμου, αλλά και κάτι βαθύτερο – τη φθορά του. Ήταν ο μόνος επισκέπτης. Μέχρι που εμφανίστηκαν μερικά μικρά παιδιά.
Παιδιά πεντάχρονα, έγραψε. Δεν τον αναγνώρισαν. Δεν ήξεραν ποιος ήταν αυτός ο ψηλόλιγνος, καλοβαλμένος ξένος που στεκόταν ανάμεσα στις πέτρες. Του πέταξαν μια πέτρα και έτρεξαν να κρυφτούν. Ο Άντερσεν το κατέγραψε στο ημερολόγιό του, χωρίς θυμό. Το είδε σαν αθώα, σχεδόν γραφική, ελληνική συμπεριφορά.
Αντί να θυμώσει, γοητεύτηκε περισσότερο από τη χώρα. Έμεινε στην Αθήνα περίπου έναν μήνα. Περπατούσε στους δρόμους, παρατηρούσε τους ανθρώπους, έγραφε ασταμάτητα. Ήταν μια πόλη φτωχή, σχεδόν επαρχιακή, χωρίς τις ευρωπαϊκές ανέσεις. Αλλά του φαινόταν ζωντανή, αυθεντική, σαν παραμύθι που δεν είχε γραφτεί ακόμη.
Το ταξίδι του στην Ελλάδα έγινε κομμάτι του έργου του. Αργότερα, σε νουβέλες και αναμνηστικά γραπτά, περιέγραψε με ποίηση και λεπτομέρεια την επίσκεψή του. Θυμόταν τη ζέστη, τους Έλληνες, τα ζώα που κυκλοφορούσαν ελεύθερα, την Ακρόπολη και… τα παιδιά με τις πέτρες. Ήταν μικρή σκηνή, αλλά δεν την ξέχασε ποτέ.
Ο Άντερσεν δεν είδε την Ελλάδα σαν τουρίστας. Την είδε σαν συγγραφέας. Σαν άνθρωπος που έψαχνε μύθους σε πραγματικά τοπία. Και όταν τον χτύπησε η πέτρα, δεν είδε αγένεια. Είδε έναν άλλο κόσμο, απρόβλεπτο, αρχαίο και ταυτόχρονα παιδικό. Έναν κόσμο που, τελικά, του άξιζε να μπει σε παραμύθι.