Το Oruc Reis τριγυρίζει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Αρκετές φορές έχει μπει και άλλες τόσες έχει αποχωρήσει απ’ αυτήν, συνεχίζοντας τις έρευνές του.
Παρά το γεγονός ότι το τουρκικό σεισμογραφικό Oruc Reis σέρνει τα καλώδιά του πάνω – κάτω στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, εκείνοι που έχουν γνώση της μεθοδολογίας με την οποία γίνονται αυτού του είδους οι έρευνες επισημαίνουν ότι αυτό που συμβαίνει ελάχιστη σχέση έχει με την επιστημονική μεθοδολογία και ερευνητική πρακτική.
Ειδικοί αναφέρουν, δε, ότι αν και το Oruc Reis έχει τη δυνατότητα να κάνει σεισμογραφικές έρευνες, ο εξοπλισμός που διαθέτει είναι μάλλον παρωχημένος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Κορονοϊός: Όλα τα νέα μέτρα που ισχύουν από τη Δευτέρα (17/8)
Σύμφωνα με ειδικό που μίλησε στην «Καθημερινή», η παγιωμένη πρακτική των σεισμικών ερευνών για κοιτάσματα υδρογονανθράκων υπαγορεύει τη διεξαγωγή ερευνών δύο διαστάσεων σε ένα πρώτο στάδιο.
Με αυτές γίνεται αναγνωριστικός έλεγχος σε τεράστιες περιοχές και με βάση τα δεδομένα απομονώνονται πιο μικρές ζώνες της τάξης των 200 – 1.200 τ.χλμ, στις οποίες ακολουθεί το δεύτερο στάδιο ερευνών.
Ο τρόπος που κινείται το Oruc Reis δεν παραπέμπει σε μια τέτοια μεθοδολογία και πρακτική και ως εκ τούτου δεν προκύπτει ερευνητικός στόχος εκ μέρους της Άγκυρας, επισημαίνει ο ίδιος.
Αντίθετα, οι εκτιμήσεις είναι ότι η Άγκυρα χρησιμοποιεί το Oruc Reis ως πιόνι σε μια διπλωματική σκακιέρα, προκειμένου να ισχυροποιήσει τις γεωπολιτικές της διεκδικήσεις.
Ποιος είναι ο πραγματικός στόχος του Oruc Reis
Ανώτεροι κυβερνητικοί αλλά και διπλωματικοί παράγοντες αναγνώριζαν τις τελευταίες ημέρες ότι η τουρκική NAVTEX της 10ης Αυγούστου ήταν άριστα μελετημένη. Οι σκοποί της ήταν να ενισχυθεί η άποψη της Άγκυρας ότι ανατολικά του 28ου μεσημβρινού η Τουρκία δικαιούται μεγάλο κομμάτι υφαλοκρηπίδας και σε καμία περίπτωση το Καστελόριζο δεν απολαμβάνει πλήρη επήρεια που θα ένωνε, σε ένα ιδεατό σενάριο, τις θαλάσσιες ζώνες Ελλάδος και Κύπρου.
Παράλληλα, επιδιώκει να αμφισβητήσει τα απώτερα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ όπως αυτά έχουν οριστεί από τον νόμο 4001/2011 (γνωστό και ως «νόμο Μανιάτη»). Η Άγκυρα γνωρίζει και κάτι άλλο: ότι τα περιθώρια πρωτόβουλης στρατιωτικής αντίδρασης της ελληνικής πλευράς σε μια μη οριοθετημένη περιοχή είναι περιορισμένα, καθώς η Αθήνα θα μπορούσε αιφνιδίως να χαρακτηριστεί ως ο επιτιθέμενος.
Έγκυρες πηγές σημείωναν στο «ΒΗΜΑ» ότι το μονοπάτι της συνεννόησης και του διαλόγου θα περάσει μέσα από την «κάμινο της έντασης». Προσέθεταν δε ότι ο τούρκος πρόεδρος είχε τις τελευταίες ημέρες την ευκαιρία να επιλέξει, εφόσον το επιθυμούσε, ένα πολεμικό επεισόδιο, αλλά το απέφυγε.
Οι συνθήκες του διαλόγου
Το κρίσιμο σημείο είναι οι συνθήκες ενός διαλόγου, επί των οποίων ο κ. Μητσοτάκης έχει υπάρξει πολύ σαφής. Την τελευταία εβδομάδα, ο κ. Ερντογάν έχει επαναφέρει στο τραπέζι την ιδέα ενός τύπου περιφερειακής διάσκεψης των χωρών της περιοχής με σκοπό να επιλυθούν οι διαφορές (σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ο κ. Ερντογάν ανέφερε την ιδέα αυτή στην κυρία Μέρκελ). Η Αγκυρα όμως δεν δέχεται τη συμμετοχή της Κύπρου σε αυτή τη φόρμουλα – κάτι που η Αθήνα δεν θα αποδεχόταν.
Ωστόσο, στην επιστολή του προς τον ύπατο εκπρόσωπο της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική Ζοζέπ Μπορέλ, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου επαναφέρει την ιδέα ενός μηχανισμού διαμοιρασμού των εσόδων από υδρογονάνθρακες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, προτείνοντας μάλιστα μια άτυπη συνάντηση Ελλάδος, Τουρκίας, ΕΕ και των δύο κοινοτήτων στο νησί. Ισως η Αγκυρα να θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτόν να ξεπερνιόταν η μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πηγή: Τα Νέα