Πόσο κόστισε η ταινία Παπαφλέσσας που έφερε το ελληνικό σινεμά κοντά στις προδιαγραφές του Χόλιγουντ
Το «Παπαφλέσσας» του 1971 έφερε το ελληνικό σινεμά κοντά στις προδιαγραφές του Χόλιγουντ
Ήταν η εποχή που ο ελληνικός κινηματογράφος επιχείρησε να κοιτάξει κατάματα το Χόλιγουντ, έστω και για λίγο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σε μια Ελλάδα ακόμη πληγωμένη από πολιτικές εντάσεις, μια ταινία ετοιμαζόταν να φέρει στις οθόνες όχι μόνο την επική μορφή του Παπαφλέσσα, αλλά και μια παραγωγή με κολοσσιαία –για τα ελληνικά δεδομένα– κόστη, τεχνικές απαιτήσεις και φιλοδοξίες. Η ταινία «Παπαφλέσσας», που έκανε πρεμιέρα το 1971 με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, κόστισε 12 εκατομμύρια δραχμές, ποσό εξωφρενικό για την εποχή, καθιστώντας την μία από τις ακριβότερες παραγωγές στην ιστορία του ελληνικού σινεμά.
Ο αριθμός αυτός δεν ήταν τυχαίος. Το σχέδιο δεν ήταν απλώς να ειπωθεί η ιστορία ενός ήρωα, αλλά να αναβιώσει ολόκληρη η εποχή της Ελληνικής Επανάστασης με τρόπο εντυπωσιακό, σχεδόν κινηματογραφικά επαναστατικό. Η ταινία περιλάμβανε σκηνές μαχών με εκατοντάδες κομπάρσους, εκτεταμένα γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους, ιστορικά κοστούμια ραμμένα με ακρίβεια και επιμέλεια, μουσική επένδυση που θύμιζε μεγαλεπήβολες παραγωγές του εξωτερικού και τεράστια συμμετοχή τεχνικών, σκηνογράφων, καλλιτεχνών και στρατιωτών. Στρατιωτών, κυριολεκτικά – αφού για τις ανάγκες των σκηνών μάχης επιστρατεύτηκαν μονάδες νεοσυλλέκτων, προσφέροντας την απαραίτητη μαζικότητα σε εικόνες που έπρεπε να αναπαραστήσουν συγκρούσεις με τον στρατό του Ιμπραήμ Πασά.
Η παραγωγή ήταν συμπαραγωγή του Τζέιμς Πάρις και της Φίνος Φιλμ. Ο Τζέιμς Πάρις, ήδη γνωστός για τις εμπορικές του επιτυχίες, διέβλεπε στην ταινία μια ευκαιρία για ένα νέο είδος ελληνικού κινηματογράφου: το επικό σινεμά. Από την άλλη, η Φίνος Φιλμ, πρωτοπόρος στις τεχνικές δυνατότητες και την καλλιτεχνική επιμέλεια της εποχής, διέθετε τα μέσα και το όραμα για να στηρίξει μια τέτοια υπερπαραγωγή. Ήταν η πρώτη –και από τις λίγες– φορές που στην Ελλάδα επιχειρήθηκε ένα φιλμ τέτοιας κλίμακας χωρίς την παραμικρή διεθνή χρηματοδότηση.
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, σε μία από τις πιο εμβληματικές ερμηνείες της καριέρας του, βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Με την ταινία αυτή έδωσε το πρόσωπό του σε μία ιστορική μορφή, μετατρέποντας τον Παπαφλέσσα από εικονογραφημένη φιγούρα σχολικού βιβλίου σε ζωντανό κινηματογραφικό ήρωα. Την ίδια στιγμή, στο πλευρό του στάθηκαν ηθοποιοί πρώτης γραμμής, όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Κάτια Δανδουλάκη και ο Άγγελος Αντωνόπουλος, σε μία διανομή που θα ζήλευε και μία διεθνής παραγωγή εποχής.
Παρά τη φιλόδοξη φύση της και την ποιοτική εκτέλεση, η ταινία δεν γλίτωσε την αμφιλεγόμενη υποδοχή. Κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μέρος του κοινού –ο περιβόητος «εξώστης»– την αντιμετώπισε με χλευασμό, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του Παπαμιχαήλ, ο οποίος χαρακτήρισε την οχλαγωγία ντροπιαστική. Παρά τα αρχικά αυτά επεισόδια, η ταινία απέσπασε βραβεία για Σκηνοθεσία και Παραγωγή, ενώ η δουλειά του σκηνογράφου και ενδυματολόγου Διονύση Φωτόπουλου τιμήθηκε με ειδική διάκριση.
Ο οικονομικός αντίκτυπος της ταινίας ήταν επίσης αξιοσημείωτος. Κατά την κινηματογραφική σεζόν 1971-1972, η ταινία κατέλαβε τη δέκατη θέση σε εισιτήρια, με σχεδόν 300.000 θεατές. Αυτό μπορεί να μη θεωρείται σήμερα αστρονομικό νούμερο, αλλά για μια εποχή χωρίς τηλεοπτική προώθηση, χωρίς πλατφόρμες και χωρίς διεθνή διανομή, ήταν μία σαφής ένδειξη επιτυχίας. Επιπλέον, η ταινία κυκλοφόρησε και σε μορφή DVD δεκαετίες αργότερα, κάτι που την κράτησε στη συλλογική μνήμη και ανέδειξε τη διαχρονικότητά της.