Πόσο σκοτεινός τύπος ήταν ο Ηράκλειτος και τον αποκαλούμε Σκοτεινό;
Ο Ηράκλειτος δεν ήταν απλώς αινιγματικός – ήταν σκοτεινός από επιλογή
Ήταν ο φιλόσοφος που υποστήριξε πως όλα αλλάζουν, αλλά ο ίδιος δεν άλλαζε για κανέναν. Ο Ηράκλειτος της Εφέσου, ο άνθρωπος που γέννησε τη φράση «τα πάντα ρει», έμεινε στην ιστορία με το παρατσούκλι «Σκοτεινός». Όχι επειδή φορούσε μαύρα, ούτε επειδή απέφευγε το φως του ήλιου, αλλά επειδή κανείς δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Ο τρόπος γραφής του ήταν εσκεμμένα αινιγματικός, γεμάτος σκόπιμη ασάφεια, σαν να προκαλούσε τον αναγνώστη να σκεφτεί πολύ πριν τολμήσει να τον ερμηνεύσει. Δεν ήταν ότι μιλούσε με γρίφους· ήταν ότι μιλούσε για πράγματα που δεν μπορούσαν να κατανοηθούν εύκολα. Κι αν θεωρήσουμε σκοτεινή τη σκέψη που δεν αντέχει στο φως της απλής εξήγησης, τότε ο Ηράκλειτος ήταν σκοτεινότερος κι από νύχτα χωρίς φεγγάρι.
Εκείνος δεν δίδαξε σε σχολές, δεν είχε μαθητές, δεν έκανε μαθήματα. Καθόταν μόνος του στον ναό της Αρτέμιδος και έπαιζε ζάρια με τα παιδιά, την ώρα που στην αγορά οι σοφοί μονολογούσαν. Οι συμπολίτες του τον έβλεπαν ως παράξενο, κάποιον που απέρριψε τις τιμές και τη βασιλεία που του αναλογούσε από καταγωγή. Τον είπαν αλαζόνα, μονήρη, αντικοινωνικό. Αλλά ο ίδιος δεν διεκδίκησε ποτέ την κατανόηση. Ούτε ζήτησε αποδοχή. Ήξερε ότι αυτό που είχε να πει δεν απευθυνόταν στους πολλούς. Ήταν φτιαγμένο για εκείνους που ήξεραν να διαβάζουν πίσω από τις λέξεις.
Το έργο του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Περί φύσεως», χάθηκε σχεδόν ολοσχερώς. Διασώθηκαν μόνο θραύσματα, αποσπάσματα, ρήσεις. Αλλά ακόμη κι αυτά είναι αρκετά για να μας προκαλέσουν δέος. «Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δύο φορές», είπε, και έκτοτε όλοι μιλούν για τη ροή της ζωής. «Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων», πρόσθεσε, και οι λέξεις του έγιναν πυρήνας μιας φιλοσοφίας για την ένταση των αντιθέσεων. Αυτές οι ρήσεις δεν ήταν απλές διαπιστώσεις. Ήταν δηλώσεις κοσμολογικές, θεολογικές, πολιτικές, που δεν εξαντλούνταν σε μια πρώτη ανάγνωση.
Ο Ηράκλειτος μιλούσε για τον Λόγο, αλλά όχι με την έννοια του ρητορικού λόγου. Ο Λόγος του ήταν μια αόρατη τάξη που διαπερνά τον κόσμο. Ήταν η αιώνια αναλογία που κρατά τα αντίθετα σε ισορροπία. Ήταν αυτό που ενώνει, χωρίς να το βλέπεις, αυτό που εξηγεί χωρίς να λέγεται. Όσοι δεν καταλάβαιναν αυτό το βαθύτερο πλαίσιο, έβλεπαν μόνο το σκοτάδι στα λόγια του. Αλλά δεν έφταιγε εκείνος. Έφταιγε το βλέμμα τους που δεν είχε συνηθίσει να διακρίνει τις σκιές.
Δεν ήταν σκοτεινός γιατί ήθελε να μπερδέψει. Ήταν σκοτεινός γιατί δεν απλοποιούσε. Δεν θυσίαζε την αλήθεια του για να γίνει δημοφιλής. Έγραφε για να προκαλέσει αναστάτωση, όχι να καθησυχάσει. Δεν έγραφε για τους πολλούς, έγραφε για τους λίγους που είχαν το κουράγιο να σκεφτούν ως το βάθος. Κι αυτοί ήταν ελάχιστοι τότε. Είναι ελάχιστοι και σήμερα.
Ο Ηράκλειτος ήξερε καλά τη φύση της εποχής του. Είδε την Ιωνία να ταλαντεύεται ανάμεσα στην παράδοση και την επανάσταση. Είδε τις μάζες να παρασύρονται από ευκολίες και ρηχότητες. Γι’ αυτό και έγινε επικριτικός, όχι απέναντι στον λαό γενικά, αλλά απέναντι στην πνευματική του αδράνεια. Δεν αποκήρυξε τη δημοκρατία· αποκήρυξε τη μετριότητα. Γι’ αυτό και πρότεινε να κυβερνούν οι άξιοι, όχι οι πολλοί. Δεν ήταν αριστοκράτης στο αίμα· ήταν στο πνεύμα.
Όλα στον κόσμο του Ηράκλειτου ήταν ροή, πόλεμος, αντίθεση, ισορροπία. Και μέσα σε αυτή την κοσμική κίνηση, ο ίδιος στεκόταν σαν παρατηρητής, δίνοντας σημάδια. Δεν εξηγούσε. Δεν καθοδηγούσε. Άφηνε τους άλλους να αναζητήσουν. Ήταν ο φιλόσοφος που δεν ήθελε να τον καταλάβεις εύκολα. Και ακριβώς γι’ αυτό, τον θυμόμαστε ακόμα. Όχι για όσα είπε ξεκάθαρα, αλλά για όσα δεν κατάφερε κανείς να εξηγήσει πλήρως μέχρι σήμερα.