Πούλαγε λεμονάδες και καρπούζια στα φανάρια γιατί δεν του έφτανε το χαρτζιλίκι, σήμερα είναι ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος της Ελλάδας
Από τις φτωχογειτονιές και τα καρπούζια στο καρότσι, στην κορυφή της τουρκικής εξουσίας.
Μέσα στο πολύβουο Καράκιοϊ της δεκαετίας του ’60, ένα παιδί με μακριά σκισμένα παντελόνια και καπέλο για τον ήλιο κουβαλούσε με τα χέρια του ένα καρότσι γεμάτο καρπούζια. Περνούσε ανάμεσα σε φορτηγά, γαϊδούρια, μικροπωλητές και ψαράδες. Με δυνατή φωνή φώναζε “karpuz, buz gibi karpuz!” προσπαθώντας να πουλήσει όσο περισσότερο μπορούσε πριν πέσει ο ήλιος. Το ίδιο παιδί, μερικά χρόνια μετά, πουλούσε και λεμονάδες στα φανάρια, πάντα με ένα χαμόγελο και ένα πείσμα που έκανε εντύπωση. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν γεννήθηκε με προνόμια. Αντιθέτως, το ξεκίνημά του ήταν σκληρό, φτωχικό και γεμάτο αγώνα. Και αυτή ακριβώς η παιδική του εμπειρία καθόρισε το πολιτικό του ένστικτο.
Ο πατέρας του, Αχμέτ Ερντογάν, ήταν αξιωματικός του λιμενικού και άνθρωπος αυστηρός, θρήσκος και πειθαρχημένος. Μεγάλωσε τα παιδιά του με το “τίποτα δεν σου χαρίζεται”. Ο μικρός Ρετζέπ δεν λάμβανε χαρτζιλίκι παρά μόνο όταν δούλευε. Για να πάει σχολείο, περπατούσε χιλιόμετρα και πολλές φορές πεινούσε. Η φτώχεια, όμως, δεν του έκλεισε το στόμα. Ήταν από μικρός εκρηκτικός, με έντονη αίσθηση δικαίου, αλλά και την ικανότητα να επιβάλλεται με τη φωνή του. Έπαιζε ποδόσφαιρο, ήταν καλός με την μπάλα, και μάλιστα για ένα διάστημα ονειρευόταν καριέρα ως επαγγελματίας παίκτης.
Η πραγματική του διαδρομή όμως ήταν αλλού. Μέσα από τις ισλαμικές νεολαίες που τον μύησαν στον πολιτικό λόγο και την ρητορική, ο Ερντογάν άρχισε να ξεχωρίζει. Ήταν χαρισματικός, με ένστικτο λαϊκιστή και λόγο που μπορούσε να συγκινήσει ακόμη και τον πιο δύσπιστο ακροατή. Στην Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του ’80, όπου το πολιτικό Ισλάμ άρχισε να ανεβαίνει, ο Ερντογάν έγινε πρόσωπο-κλειδί. Εξελέγη δήμαρχος Κωνσταντινούπολης το 1994 και εφάρμοσε πολιτικές που τον έκαναν δημοφιλή στις φτωχογειτονιές, μειώνοντας τη διαφθορά, ρυθμίζοντας τα απορρίμματα, δίνοντας πόσιμο νερό και επενδύοντας σε βασικές υποδομές.
Το 2001 ίδρυσε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και μετέτρεψε την τουρκική πολιτική σκηνή σε προσωπική του αρένα. Το προφίλ του “παιδιού του λαού” παρέμεινε κεντρικό στη ρητορική του. Η φράση “εγώ ήρθα από το τίποτα” έγινε σημαία του. Ο Ερντογάν δεν ξεχνά ότι πουλούσε καρπούζια, το επαναλαμβάνει ο ίδιος συχνά, όχι μόνο σαν ανάμνηση, αλλά σαν απόδειξη ότι κανείς δεν μπορεί να του μιλήσει για φτώχεια. Αυτό είναι και ένα από τα μεγαλύτερα όπλα του απέναντι σε μια μεσαία τάξη που αισθάνεται παραμελημένη και αόρατη.
Αυτό το παιδί του δρόμου είναι σήμερα ο απόλυτος κυρίαρχος της Τουρκίας. Κανείς Τούρκος ηγέτης μετά τον Ατατούρκ δεν συγκέντρωσε τόσο εξουσία. Με μια σειρά μεταρρυθμίσεων και συνταγματικών αλλαγών, μετατράπηκε από πρωθυπουργός σε πανίσχυρος πρόεδρος. Οι ελευθερίες περιορίστηκαν, οι αντίπαλοι φυλακίστηκαν ή εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο, τα ΜΜΕ ελέγχονται, αλλά εκείνος δηλώνει πως όλα γίνονται για τη “θέληση του λαού”. Η χώρα άλλαξε πρόσωπο, και μαζί της άλλαξε και η γεωπολιτική ισορροπία της περιοχής.
Για την Ελλάδα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι τα τελευταία είκοσι χρόνια ο μόνιμος πονοκέφαλος. Από τις δηλώσεις για τη Λωζάνη και τα σύνορα, μέχρι τις απειλές στο Αιγαίο, τις έρευνες υδρογονανθράκων και το άνοιγμα της Αγίας Σοφίας ως τζαμί, οι κινήσεις του δείχνουν έναν ηγέτη που δεν διστάζει να προκαλέσει. Η στρατηγική του είναι ξεκάθαρη: θέλει η Τουρκία να είναι υπερδύναμη, να παίζει με δικούς της όρους, και να μην λογοδοτεί στη Δύση. Και αυτό κάνει μεθοδικά, βήμα βήμα, σαν εκείνο το παιδί που κάποτε πούλαγε λεμονάδες, χωρίς να ξεχνά ποτέ ότι ο κόσμος δεν σου χαρίζεται – πρέπει να τον διεκδικήσεις.