«Θεέ μου μεγαλοδύναμε»: Μια αδέσποτη, βλάσφημη προσευχή
Τα τραγούδια έχουν τη δική τους μυστική τους ζωή. Ταξιδεύουν με τη δική τους στρεβλή πυξίδα, περπατούν αδέσποτα, σε αδιαπέραστα μονοπάτια, παραπατούν σε μισοσκότεινους κακόφημους δρόμους και ψάχνουν χείλη πρόθυμα να τα περιθάλψουν. Δεν έχει σημασία αν είναι χείλη διανοούμενων ή βλάσφημα χείλη λιμενεργατών και καραγωγέων. Τα τραγούδια δεν ζητάνε τίτλους σπουδών ούτε πτυχία ωδείων,...Δεν έχει σημασία αν είναι χείλη διανοούμενων ή βλάσφημα χείλη λιμενεργατών και καραγωγέων.
Τα τραγούδια δεν ζητάνε τίτλους σπουδών ούτε πτυχία ωδείων, παρά μόνο καρδιές ανοιχτές, χαρούμενες ή βασανισμένες, ερωτευμένες ή παρατημένες που ψάχνουν δανεικές, κατευναστικές λέξεις για να ημερώσουν το μεράκι που τις κατακλύζει.
Τα τραγούδια που δεν έχουν γνωστούς δημιουργούς είναι ατίθασα και κακότροπα. Με δυσκολία τα πείθεις να τραγουδηθούν, σαν άλογα είναι άγρια που δεν σηκώνουν χαλινάρι.
Όταν όμως βρουν τον ξεχωριστό, κατάλληλο ερμηνευτή του παραχωρούν εν λευκώ και τις λέξεις και τις μουσικές τους γιατί ξέρουν ότι κι εκείνος θα τις επικονιάσει με ψήγματα της ψυχής του.
Το αδέσποτο ρεμπέτικο «Θεέ μου μεγαλόδύναμε» το άκουσα πρώτη φορά από το φίλο μου Γιώργο Οικονόμου, βαθύ γνώστη του ρεμπέτικου, σε ένα επικό 24ωρο γλέντι.