Τις χώριζαν, τις έδεναν και τις πήγαιναν στο παζάρι για να τις πουλήσουν σε άλλον άντρα
Μέχρι τον 19ο αιώνα στην Αγγλία, η πώληση συζύγου σε δημόσιο παζάρι αποτελούσε έναν ανεπίσημο αλλά αποδεκτό τρόπο χωρισμού
Στην καρδιά της βικτωριανής Αγγλίας, πίσω από τα γοτθικά παράθυρα, τις εφημερίδες και τους αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες, υπήρχε ένα έθιμο τόσο παράδοξο και ενοχλητικά αληθινό που μοιάζει περισσότερο με ιστορία από μυθιστόρημα του Ντίκενς. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, σε αγροτικές και εργατικές κοινότητες της Αγγλίας, η πώληση συζύγου δεν ήταν ένας σπάνιος θρύλος αλλά μια πραγματική πρακτική. Άντρες που ήθελαν να “χωρίσουν” τις γυναίκες τους –σε μια εποχή που το διαζύγιο ήταν προνόμιο των πλουσίων και κοστίζε αστρονομικά– κατέφευγαν σε μια εναλλακτική λύση: τις οδηγούσαν δημόσια σε παζάρι, δεμένες με σκοινί, και τις “πουλούσαν” στον επόμενο σύζυγο.
Η εικόνα ήταν τόσο σκληρή όσο ακούγεται. Η γυναίκα, πολλές φορές φορώντας τα καλά της, στεκόταν μπροστά σε ένα πλήθος που παρακολουθούσε την τελετή σαν θέαμα. Ο σύζυγος φώναζε την “τιμή”, όχι πάντα με αντάλλαγμα χρήματα, αλλά συμβολικά: ίσως ένα ποτήρι μπύρας, ένα άλογο, ή ακόμη και ανταλλαγή με άλλο αγαθό. Η πράξη γινόταν δημόσια, ώστε να υπάρξει “μαρτυρία”, μια έμμεση μορφή νομιμοποίησης. Το σκοινί, συνήθως περασμένο στον καρπό ή τον λαιμό της γυναίκας, υπογράμμιζε την ιδιοκτησιακή διάσταση της πράξης. Δεν υπήρχε επίσημος νομικός χαρακτήρας, αλλά τα ήθη της εποχής το αναγνώριζαν ως “άτυπο διαζύγιο”.
Αυτό το έθιμο άνθισε κυρίως μεταξύ των φτωχότερων τάξεων, όπου το διαζύγιο ήταν πρακτικά αδύνατο. Οι νόμοι περί γάμου στην Αγγλία πριν από τον 20ό αιώνα ήταν αυστηροί, και τα δικαστήρια ανήκαν στους πλούσιους. Ένας εργάτης δεν είχε την πολυτέλεια να πληρώνει δικηγόρους και τέλη. Έτσι, μέσα από μια παράδοση που κληρονομήθηκε από τον 17ο αιώνα, η πώληση συζύγου έγινε ένας λαϊκός μηχανισμός «λύσης» ενός γάμου. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν πως πολλές φορές οι ίδιες οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά. Γνώριζαν τον νέο σύζυγο, συμφωνούσαν ή και πίεζαν τον πρώτο άντρα να πραγματοποιηθεί η “πώληση”, ώστε να αλλάξουν ζωή χωρίς κοινωνικό στίγμα.
Η δημοτικότητα του εθίμου καταγράφεται σε εφημερίδες, χρονικά και σάτιρες της εποχής. Η πώληση γυναικών ενέπνευσε μέχρι και τον Τόμας Χάρντυ στο “The Mayor of Casterbridge”, όπου ο ήρωας πουλά τη γυναίκα του και την κόρη του σε έναν ναυτικό. Η κοινωνία σχολίαζε αλλά δεν εμπόδιζε. Οι αρχές συχνά έκαναν τα στραβά μάτια, γιατί αναγνώριζαν την κοινωνική ανακούφιση που πρόσφερε η πράξη, όσο βάρβαρη κι αν φαινόταν. Ωστόσο, όσο ο 19ος αιώνας προχωρούσε και τα δικαιώματα των γυναικών άρχισαν να συζητούνται πιο σοβαρά, η κοινωνική αποδοχή μειωνόταν. Οι εφημερίδες της εποχής άρχισαν να επικρίνουν το έθιμο ως ντροπή για τον σύγχρονο κόσμο.
Η τελευταία επίσημα καταγεγραμμένη περίπτωση πώλησης συζύγου έγινε το 1887, αλλά υπήρξαν αναφορές για μεμονωμένα περιστατικά ακόμα και στον 20ό αιώνα. Σήμερα, η ιστορία αυτή δεν αποτελεί απλώς μια ντροπιαστική λεπτομέρεια της αγγλικής παράδοσης. Είναι απόδειξη των ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων του παρελθόντος και της απόγνωσης που οδηγούσε ανθρώπους να εφαρμόζουν έθιμα σκληρά αλλά “λειτουργικά” μέσα στον κόσμο τους. Το παζάρι δεν ήταν απλώς χώρος εμπορίου· για κάποιους ήταν το μόνο δικαστήριο που αναγνώριζε τον χωρισμό τους.