Η επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στην αγορά των καλυμμένων ομολογιών ήταν αναμφίβολα επιτυχής το 2017 και το 2018. Θα έχει όμως φέτος συνέχεια;
Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει η Citigroup, συγκεντρώνοντας τους παράγοντες, που ευνοούν νέες εκδόσεις, αλλά και εκείνους, που ενδεχομένως να σταθούν εμπόδιο.
Παρόλο που καμία από τις τράπεζες, που άνοιξαν και πάλι την ελληνική αγορά καλυμμένων ομολογιών τα δύο προηγούμενα χρόνια, δεν έχει επιχειρήσει φέτος επιστροφή, η ζυγαριά μπορεί να γείρει υπέρ των θετικών παραγόντων εκτιμούν οι αναλυτές της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας. Μεταξύ αυτών και η αναμενόμενη αναβάθμιση από τον οίκο Moody’s.
Τα πλεονεκτήματα
Η βελτίωση των προοπτικών της οικονομίας και οι φιλόδοξοι στόχοι των τραπεζών για τη μείωση των κόκκινων δανείων (που πάντως παραμένουν το μεγάλο «αγκάθι» για ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα) συμβάλλουν σίγουρα στην κατεύθυνση της εξόδου στις αγορές. Τρεις, όμως, είναι οι βασικοί λόγοι, που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στην προσφορά καλυμμένων ομολογιών ελληνικών τραπεζών, σύμφωνα με τη Citi.
α) Το κόστος χρηματοδότησης είναι σήμερα πολύ πιο χαμηλό από ό,τι στο παρελθόν. Έχει υποχωρήσει αισθητά τους τελευταίους 16 μήνες, μετά και τις αναβαθμίσεις των ελληνικών καλυμμένων ομολογιών κοντά σε επίπεδα επενδυτικής διαβάθμισης (investment grade). To spread (διαφορά απόδοσης) των covered bonds ελληνικών τραπεζών έναντι γαλλικών αντίστοιχης διάρκειας έχει περιοριστεί στο μισό, σύμφωνα με τη Citi, από τον Οκτώβριο του 2017. Ακόμη και έτσι όμως οι αποδόσεις των ελληνικών ομολογιών παραμένουν άκρως ελκυστικές για τους επενδυτές σε σχέση με των υπολοίπων της Ευρωζώνης.
β) Επιτυχείς εκδόσεις χρέους από το ελληνικό δημόσιο (είχαμε μία ήδη με την πρώτη μετά τη λήξη των μνημονίων έκδοση 5ετους ομολόγου και ενδεχομένως να έχουμε ακόμη μία μέσα στο Μάρτιο) τείνουν να ανοίγουν το δρόμο και για τις τράπεζες, αν λάβουμε υπόψη την εμπειρία του παρελθόντος.
γ) Και εδώ είναι που θα μπορούσε να έχει καθοριστική συμβολή και ένας οίκος αξιολόγησης. Ο Moody’s αναμένεται σήμερα, 1η Μαρτίου, να αναβαθμίσει το αξιόχρεο της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, στην κλίμακα Β2 από B3. Να σημειωθεί ότι είναι ο πλέον αυστηρός οίκος και σήμερα «βαθμολογεί» την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας τρεις βαθμίδες χαμηλότερες από τον Fitch (BB-) και τον Standard & Poor’s. Έχει ωστόσο χαρακτηρίσει ως θετικό πιστωτικό γεγονός (credit positive) την έκδοση του 5ετους ομολόγου, ενώ φαίνεται να εκπληρώνονται και οι άλλες προϋποθέσεις που είχε θέσει στο παρελθόν για μία καλύτερη «βαθμολογία».
Σε σημείωμά του τον περασμένο Σεπτέμβριο ο οίκος έγραφε ότι θετικά στοιχεία για την αξιολόγηση της Ελλάδας είναι οι «ισχυρές επιδόσεις στην εφαρμογή απαιτητικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», το πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης χρέους και οι διαχειρίσιμες ανάγκες δανεισμού, δεδομένης της στήριξης από τους πιστωτές, όπως και τα υψηλότερα από επίπεδα πλούτου από χώρες, που βρίσκονται σε ανάλογη βαθμίδα».
Στα μείον είναι η ανάγκη για «πολύ περιοριστική δημοσιονομική θέση για αρκετά χρόνια ακόμη», προκειμένου να μειωθεί το εξαιρετικά υψηλό χρέος, όπως και η πρόκληση της ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων σε θεσμικό επίπεδο και επίπεδο διακυβέρνησης. Τόνιζε δε ότι «το τραπεζικό σύστημα παραμένει αδύναμο, με πολύ υψηλή έκθεση σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια». Όσο για το τι θα μπορούσε να φέρει την αναβάθμιση; «Η διατήρηση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και η συνέχιση των προσπαθειών στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων, που έγιναν τα τελευταία χρόνια. Μία ένδειξη επιτυχούς επιστροφής στις αγορές, όπως και ενδεχόμενη ταχύτερη βελτίωση των συνθηκών στον τραπεζικό τομέα».
Εάν οι προσδοκίες για την αναβάθμιση επιβεβαιωθούν θα δώσουν «αέρα» στα πανιά του ΟΔΔΗΧ, που φαίνεται να ετοιμάζει νέα έκδοση δεκαετούς ομολόγου. Το περιβάλλον είναι θετικό, καθώς η απόδοση του υφιστάμενου δεκαετούς έχει υποχωρήσει στο 3,67%, τα χαμηλότερα επίπεδα εδώ και τουλάχιστον ένα έτος.
Και το «εμπόδιο» της ΕΚΤ
Παρόλα αυτά υπάρχει ένας παράγοντας, που θα μπορούσε να κρατήσει τις ελληνικές τράπεζες μακριά από την αγορά. Αυτός δεν είναι άλλος από τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξηγούν οι αναλυτές της Citi. Μετά τον τερματισμό του QE και με την οικονομία της Ευρωζώνης να έχει χάσει την ορμή της, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η ΕΚΤ θα ενεργοποιήσει εκ νέου ένα «όπλο», που είχε χρησιμοποιήσει και κατά την κορύφωση της κρίσης χρέους. Πρόκειται για τις στοχευμένες δημοπρασίες φθηνών δανείων (TLTROs). Αν και το σημερινό περιβάλλον στην αγορά καλυμμένων ομολογιών είναι ίσως πιο ευνοϊκό από ποτέ για τις ελληνικές τράπεζες, το δέλεαρ των TLTROs θα είναι ισχυρό. Η χρηματοδότηση μέσω ΕΚΤ θα είναι σίγουρα πιο φθηνή. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ δεν θα αποδέχεται τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως collateral και επομένως η λύση που απομένει είναι οι διακρατούμενες καλυμμένες ομολογίες.
Βάσει όλων των παραπάνω η εικόνα φαίνεται θετική. «Εάν συνθέσει κανείς όλα τα κομμάτια του παζλ, η επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στην αγορά καλυμμένων ομολογιών θα ήταν απολύτως καλοδεχούμενη από τους επενδυτές και μεγάλη επιτυχία, παρόλο που προοπτική νέων TLTROs ενδεχομένως να δημιουργήσει στις τράπεζες δεύτερες σκέψεις» καταλήγει η Citi.
ΠΗΓΗ:naftemporiki.gr