Τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες βλάβες που προκαλεί στους πνεύμονες ο νέος κορονοϊός SARS-CoV-2 εξηγεί ο Έλληνας Παναγής Γαλιατσάτος, αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, διευθυντής της Κλινικής Διακοπής Καπνίσματος του Ιατρικού Κέντρου Bayview, σε ενημερωτικό άρθρο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου.
Ο Δρ. Γαλιατσάτος, έχει καταλήξει στα εξής συμπεράσματα:
Η COVID-19 μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές στους πνεύμονες, όπως πνευμονία και σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS). Η σήψη, μια άλλη πιθανή επιπλοκή της νόσου, μπορεί επίσης να προκαλέσει μόνιμη βλάβη στους πνεύμονες και σε άλλα ζωτικά όργανα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Κορονοϊός: Τι πρέπει να κάνουν τα ξενοδοχεία μετά την πανδημία
Κορονοϊός: Πνευμονία
Κατά την εκδήλωση πνευμονίας, οι πνεύμονες γεμίζουν με υγρό και φλεγμαίνουν, οδηγώντας σε δυσκολιά στην αναπνοή. Για μερικούς ανθρώπους, τα αναπνευστικά προβλήματα μπορεί να γίνουν αρκετά σοβαρά ώστε να απαιτείται εισαγωγή στο νοσοκομείο για θεραπεία με οξυγόνο ή ακόμα και μηχανική υποστήριξη της αναπνοής με αναπνευστήρα.
Η πνευμονία που προκαλεί η νόσος COVID-19 τείνει να αφορά και στους δύο πνεύμονες. Οι αερόσακοι στους πνεύμονες γεμίζουν με υγρό, περιορίζοντας την ικανότητά τους να προσλαμβάνουν οξυγόνο και προκαλούν δύσπνοια, βήχα και άλλα συμπτώματα.
Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι αναρρώνουν από την πνευμονία χωρίς μόνιμη βλάβη στους πνεύμονες, η πνευμονία που σχετίζεται με την COVID-19 μπορεί να είναι σοβαρή. Ακόμα και μετά την ανάρρωση, η βλάβη στους πνεύμονες μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστικές δυσκολίες που μπορεί να χρειαστούν μήνες για να βελτιωθούν.
Σύνδρομο Οξείας Αναπνευστικής Δυσχέρειας (ARDS)
Καθώς η πνευμονία λόγω COVID-19 εξελίσσεται, όλο και περισσότεροι από τους αερόσακους των πνευμόνων γεμίζουν με υγρό που διαρρέει από τα μικροσκοπικά αιμοφόρα αγγεία στους πνεύμονες. Τελικά, εκδηλώνεται δύσπνοια η οποία μπορεί να οδηγήσει σε σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), μια μορφή πνευμονικής ανεπάρκειας. Οι ασθενείς με ARDS συχνά δεν μπορούν να αναπνεύσουν μόνοι τους και μπορεί να χρειάζονται υποστήριξη της αναπνοής με αναπνευστήρα για να βοηθηθεί η κυκλοφορία του οξυγόνου στο σώμα.
Είτε συμβαίνει στο σπίτι είτε στο νοσοκομείο, το ARDS μπορεί να είναι θανατηφόρο. Τα άτομα που επιβιώνουν από το ARDS και αναρρώνουν από τη νόσο COVID-19 μπορεί να έχουν μόνιμη ουλή στους πνεύμονες.
Σήψη
Μια άλλη πιθανή επιπλοκή που μπορεί να φέρει ο κορονοϊός είναι η σήψη. Η σήψη εμφανίζεται όταν μια λοίμωξη φτάνει στο αίμα και εξαπλώνεται μέσω της κυκλοφορίας του, προκαλώντας βλάβη σε όλους τους ιστούς του σώματος.
«Οι πνεύμονες, η καρδιά και άλλα συστήματα του σώματος λειτουργούν μαζί όπως μια μουσική ορχήστρα», εξηγεί ο Δρ. Γαλιατσάτος υπογραμμίζοντας ότι στην περίπτωση της σήψης, η «συνεργασία» μεταξύ των οργάνων του σώματος καταρρέει. Ολόκληρα συστήματα αρχίζουν σταδιακά να αποδιοργανώνονται το ένα μετά το άλλο, συμπεριλαμβανομένων των πνευμόνων και της καρδιάς.
Η σήψη, ακόμη και όταν ο ασθενής έχει επιβιώσει, μπορεί να αφήσει στον ασθενή μόνιμη βλάβη στους πνεύμονες και σε άλλα όργανα.
Ο Έλληνας επιστήμονας σημειώνει ακόμα ότι όταν ένα άτομο έχει COVID-19 το ανοσοποιητικό σύστημα υπερεργάζεται για να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Αυτό μπορεί να καταστήσει ευάλωτο το σώμα σε λοίμωξη και από άλλο βακτήριο ή ιό. Και όσες περισσότερες λοιμώξεις έχει να αντιμετωπίσει ο οργανισμός τόσο μεγαλύτερη η βλάβη στους πνεύμονες.
Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο για τους πνεύμονες
Ο Δρ. Παναγής Γαλιατσάτος επισημαίνει και τρεις παράγοντες που επηρεάζουν τον κίνδυνο πνευμονικής βλάβης κατά τη λοίμωξη από τη νόσο COVID-19 και πόσο πιθανόν είναι ένα άτομο να αναρρώσει και να ανακτήσει την αναπνευστική του λειτουργία:
-Η σοβαρότητα της νόσου. «Το πρώτο είναι η σοβαρότητα της ίδιας της λοίμωξης από τον κορωνοϊό – αν το άτομο είναι σε ήπια ή σοβαρή κατάσταση», λέει ο καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Johns Hopkins. Οι ηπιότερες περιπτώσεις είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν μόνιμες ουλές στον πνευμονικό ιστό.
Μετά από σοβαρή νόσηση από COVID-19, οι πνεύμονες ενός ασθενούς μπορούν να αναρρώσουν, αλλά όχι εν μία νυκτί. «Η ανάρρωση απαιτεί χρόνο. Υπάρχει ο αρχικός τραυματισμός στους πνεύμονες και με την πάροδο του χρόνου, ο ιστός επουλώνεται, αλλά μπορεί να χρειαστούν τρεις μήνες έως έναν χρόνο ή και περισσότερο για να επιστρέψει η λειτουργία των πνευμόνων στα επίπεδα πριν από τη λοίμωξη COVID-19», εκτιμά ο Δρ. Γαλιατσάτος.
Και καταλήγει σημειώνοντας ότι, «μόλις τελειώσει η πανδημία, θα υπάρχει μια ομάδα ασθενών με νέες ανάγκες: οι επιζώντες. Γιατροί, πνευμονολόγοι και άλλοι πάροχοι υγειονομικής φροντίδας θα πρέπει να βοηθήσουν αυτούς τους ασθενείς να ανακτήσουν τη λειτουργία των πνευμόνων τους στο μέγιστο δυνατό».