Στιβ Μακ Κουίν: Με τη νωχελική σιλουέτα, την αίσθηση του χιούμορ και τη συμπεριφορά του, υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους ηθοποιούς.
Ένα συστατικό αυτής της φιγούρας που άφησε το στίγμα της στον κινηματογράφο ήταν η μοναδική ενέργεια που εξωτερίκευε, απόρροια της γυμναστικής που έκανε καθημερινά.
Σύμφωνα με τον βιογράφο Μάρσαλ Τέριλ, ο Στιβ Μακ Κουίν προπονείτο κάθε μέρα για δύο ώρες καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του.
Πιθανότατα άρχισε να ασκείται τακτικά στη δεκαετία του 1950, όταν ήταν νέος ηθοποιός στη Νέα Υόρκη.
Κατάλαβε ότι το σώμα του ήταν ένα εργαλείο για το επάγγελμά του (και λόγω εικόνας).
Αναγνώρισε ότι το κοινό ήθελε να δει έναν όμορφο άντρα όταν αποφάσιζε να παρακολουθήσει μια ταινία.
Όπως σημείωσε ο Τέριλ: «Αν έχεις ένα πλαδαρό σώμα ή αν δεν δείχνεις σε φόρμα, το κοινό δεν θα είναι πιστό σε σένα. Πάντα πίστευα ότι ήταν έξυπνος και φωτεινός, με αντίληψη για το ποιόν του. Και έχει απόλυτο δίκιο, γιατί αν κοιτάξετε κινηματογραφικούς ή ροκ αστέρες που διατηρούν την αξία τους, αυτό συμβαίνει επειδή παραμένουν σε φόρμα».
Συνεπώς για τον Μακ Κουίν η άσκηση ήταν μέρος όσων απαιτούνταν προκειμένου να είναι ηθοποιός του βεληνεκούς του.
Προτού αρχίσει γυρίσματα για κάποια ταινία, προσπαθούσε να προετοιμαστεί όπως ένας μπόξερ εν όψει αγώνα πρωταθλήματος.
«Ο Μακ Κουίν είχε την τάση να παίρνει 15 έως 20 κιλά όταν ήταν ανενεργός, όμως πριν από γυρίσματα έκανε εντατική γυμναστική και δίαιτα, με αποτέλεσμα να χάνει ακόμα και 20 κιλά. Ο νορμάλ μέσος όρος βάρους του κυμαινόταν από 74 έως 77 κιλά», αποκάλυψε ο Τέριλ.
Επίσης, ο αείμνηστος ηθοποιός γυμναζόταν καθημερινά, προκειμένου να εκτονώνει το ανήσυχο πνεύμα του.
Κατά τη διάρκεια της προπόνησής του, ο Μακ Κουίν συνδύαζε μποξ, άρση βαρών και σχοινάκι.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 άρχισε να προσθέτει πολεμικές τέχνες στο πρόγραμμα, ενώ έκανε απρόθυμα τζόκινγκ όταν ήταν απαραίτητο να επανέλθει σε φόρμα για τις ανάγκες κάποιου ρόλου.
Οι προπονήσεις γίνονταν το πρωί, αμέσως μετά το τσάι ή τον καφέ του.