Ευτυχία: Η καλύτερη ελληνική ταινία! Ένα τραγούδι για μια ζαριά…
Είναι το προσωπικό καλύτερο από μια ταινία, την μακράν καλύτερη ελληνική της χρονιάς και σίγουρα μια από τις πιο επιδραστικές σε μυαλό, καρδιά, αναμνήσεις και αισθήσεις των τελευταίων δεκαετιών.Δεν είναι spoiler. Είναι το προσωπικό καλύτερο από μια ταινία, την μακράν καλύτερη ελληνική της χρονιάς και σίγουρα μια από τις πιο επιδραστικές σε μυαλό, καρδιά, αναμνήσεις και αισθήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Γιατί η «Ευτυχία» του Αγγελου Φραντζή, η κινηματογραφική ματιά της ζωής της ποιήτριας Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου είναι ακριβώς αυτό: μια συγχορδία, μια μείξη ήχων, στίχων, εικόνων, μνήμης.
Βγαίνει λοιπόν ξημέρωμα, από μια παράνομη λέσχη η Ευτυχία, ταπί ύστερα από την ολονύκτια μάχη της στην τσόχα και περπατώντας στο σοκάκι συναντάει ζαράκια. Δεν το ξέρει το άθλημα, αλλά ο τζόγος στο αίμα της. Η καταστροφή της. Μια γνωστή της φυσιογνωμία, μαέστρος στα «κόκκαλα», τη συναντάει. Η Σωτηρία Μπέλλου. Την προσκαλεί να παίξουν μαζί. Η Ευτυχία όμως έχει μείνει ρέστη. Η Μπέλλου, γνωστή και αυτή για την παθολογική της αγάπη για τον τζόγο, αυθόρμητα της δανείζει για να παίξει.
Η Παπαγιαννοπούλου, που δεν ήθελε χρωστούμενα, βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα, ζητάει από την παρέα ένα μολύβι και αρχίζει να γράφει πάνω στο πακέτο λέγοντας «κάτσε να σε ξεχρεώσω». Της έγραφε στίχους, τραγούδι. Έτσι, στο πόδι. Εκεί, στο λεπτό. Σ’ ένα πακέτο τσιγάρα. Για δύο καφετιά που θα τα έπαιζε και θα τα έχανε σε δύο ριξιές. Ένα τραγούδι για μια ζαριά. Ζάρια, ρίμες, τσιγάρα, άσματα. Η ζωή της όλη.
Άλλα δεν χρειάζονται για την ταινία. Έσπασε ταμεία, κατέκλυσε τις κινηματογραφικές αίθουσες όλον τον χειμώνα, σάρωσε τα εγχώρια βραβεία και απόψε, ανήμερα του Πάσχα κάνει τηλεοπτική πρεμιέρα στην Cosmote TV. Όσοι την είδαν, χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό, την ξαναβλέπουν. Αυτονόητη επιλογή για όσους δεν την έχουν απολαύσει.
Δεν είναι παρότρυνση, δεν είναι πατρονάρισμα, δεν είναι καν πρόταση. Είναι κάτι που αξίζει. Είναι η ιστορία του τόπου, είναι μέρος του πολιτισμού μας, της κουλτούρας μας. Όχι, κατ’ ανάγκη, η ταινία αυτή καθ’ αυτή. Αλλά η πρωταγωνίστρια της. Πόσοι αλήθεια γνωρίζουμε, γνωρίζαμε (πριν την ταινία) την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου; Τι έχει γράψει; Για ποιους το έχει γράψει; Πως και πότε το έχει γράψει;
Πως κατάφερε κάθε της στιγμή, κάθε ντέρτι και μεράκι της, κάθε ζόρι και έγνοια της, κάθε χαρά και λύπη, κάθε ευλογία και κατάρα της, να την κάνει στίχο και στροφή. Να κάνει δικό της το λαϊκό – και όχι μόνο – τραγούδι; Σε τέτοιο και τόσο βαθμό που ούτε η ίδια να μην γνωρίζει, να μην ξέρει πόσους, που και σε ποιους έδωσε στίχους της, στίχους γραμμένους πέραν από πακέτα τσιγάρων, σε χαρτιά, σε χαρτοπετσέτες, σε τραπεζομάντηλα, όπου έβρισκε, όπου την έβρισκε, η έμπνευση, η διάθεση, η στιγμή.
Πάνω από 300 είναι τα επισήμως αναγνωρισμένα ως δικά της τραγούδια. Σχετικοί μελετητές της ιστορίας του λαϊκού τραγουδιού εκτιμούν ως τελείως μετριοπαθές τον συγκεκριμένο αριθμό, υπολογίζοντας χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, πως την σφραγίδα της την έβαλε σε τουλάχιστον τετραπλάσιο αριθμό, τροφοδοτώντας όλους τους άλλους μεγάλους του πενταγράμμου.
Η ίδια ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων. Ποια δικαιώματα; Να έρθει ο παράς για να βγει η μέρα, να υπάρχει στην τσέπη το δίφραγκο για να παιχτεί το βράδυ. Και αύριο, φτου κι απ’ την αρχή. Ένα, δύο νέα τραγούδια για το επόμενο σεργιάνι. Κάθε μέρα της γεμάτης από το κάθε τι και της στιγματισμένης από την απώλεια, ζωής της.
Δύο πόρτες είχε, έτσι κι αλλιώς, κι αυτή. Άνοιξε μια και μπήκε. Σεργιάνισε ένα πρωινό κι ώσπου να ‘ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκε…
Δείτε την…