Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Η ανατριχιαστική Αθήνα της Κατοχής
Στην Αθήνα του ’41, η πείνα δεν ήταν απλώς εχθρός—ήταν τρόπος ζωής. Άνθρωποι σέρνονταν στους δρόμους, παιδιά πάλευαν για σκουπίδια, και ο θάνατος έγινε καθημερινός επισκέπτης
Φανταστείτε μια πόλη που κάποτε έσφυζε από ζωή, τώρα βυθισμένη σε σιωπή, διακοπτόμενη μόνο από το θόρυβο των πεινασμένων που ψάχνουν στα σκουπίδια. Στην Αθήνα της Κατοχής, το φθινόπωρο του 1941, ο λιμός δεν χτυπούσε απλώς τις πόρτες—τις γκρέμιζε. Οι δρόμοι γέμιζαν με ανθρώπους που έμοιαζαν περισσότερο με σκιές, τα πρόσωπά τους σκαμμένα από την πείνα, τα μάτια τους κενά. Οι μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα, ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη, έγιναν epicenters μιας ανθρωπιστικής τραγωδίας, ενώ νησιά όπως η Μύκονος και η Χίος ένιωσαν το ίδιο βάρος. Οι πιο φτωχοί, οι άνεργοι, οι εργάτες, ακόμα και οι συνταξιούχοι, είδαν το χρήμα να γίνεται άχρηστο χαρτί καθώς η αξία του κατέρρεε μέρα με τη μέρα.
Οι στρατιώτες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ήρωες λίγους μήνες πριν, τώρα περιπλανιόνταν σαν φαντάσματα. Οι τραυματίες αφέθηκαν στα νοσοκομεία χωρίς φροντίδα, ενώ όσοι παρέμεναν υγιείς δεν είχαν τρόπο να γυρίσουν στα χωριά τους. Έγιναν ζητιάνοι, σέρνοντας τα κουρασμένα τους κορμιά στους δρόμους της πρωτεύουσας, ψάχνοντας για μια μπουκιά ψωμί. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, που μόλις είχαν βρει στέγη μετά το ’22, δοκιμάστηκαν ξανά σκληρά. Ζούσαν σε παράγκες, χωρίς δουλειά, χωρίς δίχτυ ασφαλείας, αποκομμένοι από κάθε ελπίδα, με τις βιοτεχνίες που τους έδιναν ψωμί να κλείνουν η μία μετά την άλλη.
Η εικόνα του θανάτου έγινε καθημερινότητα. Ένας Σουηδός διπλωμάτης, ο Πολ Μον, που έφτασε το ’42 με τον Ερυθρό Σταυρό, έγραψε για παιδιά με πόδια λεπτά σαν κλαδιά, να παλεύουν με αδέσποτα σκυλιά για σκουπίδια. Τον χειμώνα του ’41-’42, οι άνθρωποι έπεφταν νεκροί από το κρύο και την εξάντληση, τα πτώματα στοιβάζονταν σε νεκροφυλάκεια που δεν προλάβαιναν να αδειάσουν. Καμιόνια της δημαρχίας μάζευαν κάθε πρωί τους πεθαμένους, σωριάζοντάς τους σε τάφους χωρίς τελετές—μια συνήθεια που οι Έλληνες, με τον βαθύ σεβασμό τους στους νεκρούς, δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι θα έχαναν.
Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους: τον Νοέμβριο του ’41 οι θάνατοι τετραπλασιάστηκαν σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, και μέχρι τον Μάρτιο του ’42 εξαπλασιάστηκαν. Πολλοί δεν καταγράφονταν καν—οικογένειες κρατούσαν κρυφά τα κουπόνια διατροφής των νεκρών για να επιβιώσουν. Η πείνα έφερε την εφευρετικότητα: η μπομπότα από καλαμπόκι και το κουκουτσάλευρο έγιναν σύμβολα επιβίωσης, ενώ κάποιοι έφτασαν να τρώνε σκαντζόχοιρους και χελώνες. Στην ύπαιθρο, όπως η Θεσσαλία, η ζωή ήταν λιγότερο σκληρή χάρη στις καλλιέργειες, αλλά η Αθήνα παρέμενε παγιδευμένη σε έναν εφιάλτη.
Η βοήθεια άργησε, αλλά ήρθε. Το φθινόπωρο του ’42, ο Ερυθρός Σταυρός έφερε τρόφιμα με τη στήριξη μιας σουηδοελβετικής επιτροπής, μετά από συμφωνία που έσπασε τον αγγλικό αποκλεισμό. Ήταν μια ανάσα ζωής, αλλά η πληγή είχε ήδη ανοίξει βαθιά—μια πληγή που ακόμα αντηχεί στη μνήμη όσων την έζησαν.