Δεν είναι μόνο ο Εθνικός Ύμνος. Το άλλο ποίημα του Διονυσίου Σολωμού που μελοποίησε ο Μάντζαρος
Η «Ξανθούλα» του Διονυσίου Σολωμού είναι ένα από τα πιο συγκινητικά ποιήματα του Εθνικού μας ποιητή
Η «Ξανθούλα» είναι ένα ποίημα που, αν και λιγότερο γνωστό από τον Εθνικό Ύμνο, κουβαλά μέσα του μια φορτισμένη ευαισθησία, μια αίσθηση απώλειας, και ταυτόχρονα ένα απόσταγμα του ρομαντισμού της εποχής του Διονυσίου Σολωμού. Γραμμένο μεταξύ 1822 και 1823, το ποίημα αναφέρεται στην αναχώρηση μιας νεαρής κοπέλας, την οποία ο ποιητής βλέπει να μπαίνει σε μια βαρκούλα και να φεύγει για την ξενιτιά. Δεν είναι αλληγορία. Ήταν πραγματικό πρόσωπο. Ήταν η Αικατερίνη Μαυρογορδάτου, μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Χίων που εγκατέλειψαν το νησί τους μετά τη σφαγή του 1822.
Η Ζάκυνθος έγινε τόπος συνάντησης πολλών προσφύγων, και εκεί, πιθανόν κατά τύχη, ο νεαρός τότε Σολωμός είδε αυτό το παιδί με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλανά μάτια να φεύγει. Δεν είναι μόνο η προσωπική συγκίνηση που αποτυπώνει στους στίχους του. Είναι ένα κομμάτι από το δράμα του ελληνισμού που βίωνε την προσφυγιά, τη διάσπαση, την αναζήτηση μιας νέας πατρίδας. Η βαρκούλα που απομακρύνεται γίνεται ένα μικρό σύμβολο του μεγάλου πόνου της εποχής: της απώλειας της πατρίδας, της αθωότητας, και της παιδικότητας.
Ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο ίδιος συνθέτης που λίγα χρόνια αργότερα θα μελοποιούσε τον Εθνικό Ύμνο, μελοποίησε και τη «Ξανθούλα» δίνοντάς της νέα ζωή. Το τραγούδι έγινε κομμάτι της αστικής κουλτούρας της Επτανήσου, τραγουδήθηκε σε αυλές, σε λότζες, σε πανηγύρια, και κατέληξε να διδάσκεται ακόμα και σε χορωδίες. Τα λόγια του ποιήματος, ρομαντικά και καθαρά, ταιριάζουν με την εποχή του και τη μουσική της ευαισθησία. Δεν είναι ηρωικά ούτε θρηνητικά. Είναι λυρικά και αθώα. Και αυτή η απλότητα ίσως είναι το πιο δυνατό του στοιχείο.
Ωστόσο, η «Ξανθούλα» υπέστη και την τυπική αλλοίωση που υφίστανται πολλά λαϊκά τραγούδια. Κατά τη διαδρομή της, προστέθηκαν δύο στροφές που δεν είχαν γραφτεί από τον Σολωμό. Το ποίημα περιλάμβανε έξι στροφές, και έτσι το είχε ακούσει πολλές φορές ο φίλος και βιογράφος του ποιητή, Αντώνιος Μάτεσις. Οι δύο τελευταίες στροφές που τραγουδιούνται σε αρκετές εκτελέσεις προστέθηκαν μεταγενέστερα, πιθανότατα από ανώνυμους τραγουδιστές ή χορωδούς που προσάρμοζαν τα λόγια για να ταιριάζουν με τη μουσική και το συναίσθημα της στιγμής. Οι πρόσθετοι στίχοι, αν και δεν αλλοιώνουν το ύφος του ποιήματος, δεν ανήκουν στον Σολωμό. Αυτό το διευκρίνισε αργότερα και ο εγγονός του Μάτεσι, σε άρθρο του το 1891.
Η ιστορία της «Ξανθούλας» είναι ένα ταξίδι δύο αιώνων, από τα σοκάκια της Ζακύνθου έως τις χορωδίες της Νεάπολης και από τα φωνητικά σύνολα της Επτανήσου έως τις σύγχρονες ερμηνείες της Δήμητρας Γαλάνη και του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Η «Ξανθούλα» δεν είναι απλώς ένα παλιό τραγούδι· είναι ένας θησαυρός του ελληνικού λυρισμού, ένα έργο που συνδέει τον ποιητή με την Ιστορία, την προσφυγιά με την παιδικότητα, τη μουσική με τη μνήμη. Και τελικά, δεν είναι μόνο ο Εθνικός Ύμνος που μας έδωσε ο Σολωμός. Είναι κι αυτή η απλή, βαθιά ανθρώπινη σκηνή: μια ξανθιά παιδούλα, σε μια βάρκα, να φεύγει, και ένας ποιητής να τη βλέπει να χάνεται σαν πανί στον ορίζοντα.