Έχετε γεια, βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες, το ανατριχιαστικό τραγούδι για τη θυσία των γυναικών στο Ζάλογγο
Ένα από τα πιο σπαρακτικά δημοτικά τραγούδια της ελληνικής παράδοσης
Έχε γειά, καημένε κόσμε
Έχε γειά, γλυκιά ζωή, έχε γειά γλυκιά ζωή
Κι εσύ, δύστυχη πατρίδα
Έχε γειά παντοτινή, έχε γειά παντοτινή
Από τον πρώτο κιόλας στίχο, το τραγούδι δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες: βρισκόμαστε μπροστά σε έναν οριστικό αποχαιρετισμό. Δεν είναι μελαγχολία, είναι απόφαση. Η λέξη «καημένε» δεν είναι απλή περιγραφή· είναι κραυγή πόνου, συνειδητοποίηση της μοίρας ενός κόσμου που άφησε τις γυναίκες αυτές χωρίς επιλογή. Η «γλυκιά ζωή» και η «δύστυχη πατρίδα» τοποθετούνται δίπλα δίπλα, γιατί το τραγούδι αναγνωρίζει την ομορφιά και την τραγικότητα μαζί. Η πατρίδα δεν είναι εδώ ηρωική. Είναι δύστυχη, προδομένη, καταρρέουσα· μια πατρίδα που δεν μπόρεσε να προστατεύσει τα παιδιά της, και που τώρα τις βλέπει να την αποχαιρετούν για πάντα.
Έχετε γειά, βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες
Έχετε γειά, βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες
Η φύση δεν είναι απλό σκηνικό. Είναι μάρτυρας, είναι συνοδοιπόρος, είναι παρηγοριά. Οι «βρυσούλες», οι «λόγγοι», τα «βουνά» και οι «ραχούλες» είναι όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτέλεσαν το πλαίσιο της ζωής των Σουλιωτισσών. Δεν αποχαιρετούν τον κόσμο με λόγια μεγάλων ιδανικών· αποχαιρετούν το καθημερινό. Το νερό που έπιναν, το δέντρο που έγερναν κάτω από τον ήλιο, την ανηφόρα που ανέβαιναν με ξύλα στην πλάτη. Είναι ένας ύμνος στην απλότητα της ζωής που φεύγει. Η επανάληψη λειτουργεί σαν ψαλμός, σαν μοιρολόι που επαναλαμβάνει τη ματαιότητα, που ενισχύει τη συγκίνηση.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
Ουτ΄ άνθος στην αμμουδιά, ουτ΄ άνθος στην αμμουδιά
Και οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
Δίχως την ελευθερία, δίχως την ελευθερία
Η μεταφορά είναι αφοπλιστική. Το ψάρι δεν μπορεί να ζήσει στη στεριά· το λουλούδι δεν μπορεί να ανθίσει στην άμμο. Είναι η ίδια απόλυτη βιολογική ανάγκη με την οποία οι Σουλιώτισσες συνδέουν την ελευθερία. Δεν είναι ιδεολογική επιθυμία, είναι όρος ύπαρξης. Ο στίχος αυτός δεν ζητά ελευθερία· δηλώνει ότι η σκλαβιά είναι θάνατος. Η επιλογή τους να πεθάνουν δεν είναι παρά η λογική συνέχεια μιας ζωής που δεν μπορεί να υπάρξει αλλιώς. Η σύγκριση δεν είναι ποιητική υπερβολή· είναι απόλυτη και σπαρακτική δήλωση ταυτότητας.
Έχετε γειά…
Η επανάληψη αυτού του στίχου μετά από κάθε ενότητα δίνει στο τραγούδι μια κυκλική, σχεδόν τελετουργική δομή. Είναι το αντίο που επιστρέφει, σαν παλμός που συνεχίζει όσο υπάρχει ανάσα. Είναι σαν οι ίδιες οι γυναίκες να ψιθυρίζουν ξανά και ξανά τα τελευταία τους λόγια, μέχρι να χαθούν. Όχι από αδυναμία, αλλά για να μείνουν πίσω σαν ηχώ.
Σαν να πάν΄ σε πανηγύρι
Σ΄ανθισμένη Πασχαλιά, σ΄ανθισμένη Πασχαλιά
Μες τον Άδη κατεβαίνουν
Με τραγούδια με χαρά, με τραγούδια με χαρά
Εδώ η δραματουργία του τραγουδιού κορυφώνεται. Η αντίθεση ανάμεσα στη φρίκη του θανάτου και στην εικόνα μιας χαρούμενης πομπής είναι σχεδόν ανυπόφορη. Οι γυναίκες δεν οδηγούνται στον θάνατο όπως φυλακισμένοι, αλλά όπως πανηγυρίζουσες. Η «ανθισμένη Πασχαλιά» προσδίδει την αίσθηση αναγέννησης, προσμονής, και ταυτόχρονα ειρωνείας. Δεν πρόκειται για Ανάσταση, αλλά για Άδη. Η κάθοδος όμως γίνεται με τραγούδια, με χαρά. Είναι η απόλυτη νίκη του πνεύματος πάνω στο σώμα. Αν δεν μπορούν να νικήσουν τον εχθρό, θα τον αγνοήσουν. Θα κατέβουν στον Άδη με τον ρυθμό της ελευθερίας. Δεν θα του δώσουν τη νίκη του τρόμου.
Έχετε γειά…
Η τελευταία επανάληψη δεν είναι λιγότερο συγκινητική. Είναι το τελικό αντίο. Όχι μόνο προς τον κόσμο, αλλά προς εμάς. Είναι σαν το τραγούδι να κλείνει τα μάτια και να μας αφήνει μόνους, με τη μνήμη της θυσίας να καίει στη σιωπή που έρχεται μετά.
Το τραγούδι αυτό, όσο ανατριχιαστικό και συγκλονιστικό κι αν είναι, δεν ειπώθηκε τη στιγμή της θυσίας. Είναι δημιούργημα του λαού, γραμμένο μετά το γεγονός. Όμως αυτό δεν μειώνει την αξία του. Αντίθετα, αποδεικνύει τη δύναμη του συλλογικού πένθους να γεννήσει τέχνη. Είναι ένα τραγούδι-επιτύμβιο, που λέει όσα δεν ειπώθηκαν τότε, αλλά που νιώστηκαν από όλους, και που συνεχίζουν να συγκλονίζουν μέχρι σήμερα.