Έλληνες, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για τη σωτηρία της πατρίδας και τη δική μας, είπε πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού
Ο Κολοκοτρώνης πάνω στη στέγη, η παγίδα στα Δερβενάκια, και η νίκη που διέλυσε τον στρατό του Δράμαλη
Ο ήλιος της Πελοποννήσου έκαιγε ανελέητα εκείνο το πρωινό του Ιουλίου του 1822, όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ανεβασμένος στη σκεπή ενός σπιτιού στους Μύλους της Αργολίδας, κοίταξε προς τον ορίζοντα και είδε τη σκόνη από τα πόδια του τουρκικού στρατού να σηκώνεται σαν απειλή. Ήξερε πως οι ώρες ήταν κρίσιμες. Ο Δράμαλης είχε περάσει την Κόρινθο με 30.000 άντρες, είχε καταλάβει το Άργος και βάδιζε για να ισοπεδώσει τα πάντα.
Η Επανάσταση κινδύνευε να χαθεί μέσα σε μία μόνο εβδομάδα. Και τότε, εκεί, με φόντο τις ελιές και το ξεραμένο τοπίο του καλοκαιριού, ο Κολοκοτρώνης έριξε τα πιο σκληρά και ταυτόχρονα πιο ενθαρρυντικά λόγια που ακούστηκαν ποτέ σε στρατόπεδο: «Έλληνες, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για τη σωτηρία της πατρίδας και τη δική μας».
Η σκηνή αυτή δεν ήταν θέατρο. Ήταν η απόλυτη πραγματικότητα του πολέμου. Οι άντρες του είχαν λιγοστά όπλα, λιγότερες σφαίρες και ακόμη λιγότερο νερό. Είχαν όμως κάτι που έλειπε από τις στρατιές του Σουλτάνου: είχαν φλόγα. Ο Κολοκοτρώνης το ήξερε. Δεν επρόκειτο να πολεμήσουν με αριθμούς αλλά με το μυαλό, τη θέση και τη στρατηγική.
Το σχέδιο ήταν απλό αλλά μεγαλοφυές: θα έκλειναν τις διαβάσεις των Δερβενακίων, θα άφηναν τον Δράμαλη να μπει στην παγίδα και θα τον έλιωναν κάτω από τη γη που νόμιζε πως είχε κατακτήσει.
Η μάχη δεν ήταν μια σύγκρουση δύο στρατών στο πεδίο. Ήταν μια παρτίδα σκάκι ανάμεσα σε μια γη που γνώριζε τους ανθρώπους της και έναν στρατό που δεν ήξερε πού πατούσε. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε κάψιμο όλων των καλλιεργειών, δηλητηρίαση πηγαδιών, καταστροφή κάθε διαθέσιμου ανεφοδιασμού.
Όταν ο οθωμανικός στρατός έφτασε στο Άργος, βρήκε μια καυτή κοιλάδα χωρίς τροφή, χωρίς νερό, χωρίς ελπίδα. Οι Τούρκοι πέθαιναν από δίψα πριν ακόμα σηκώσουν τα γιαταγάνια τους.
Και τότε ήρθε η ώρα της παγίδας. Στις 26 Ιουλίου, ο Δράμαλης αποφάσισε να υποχωρήσει στην Κόρινθο. Η βασική δίοδος ήταν τα στενά Δερβενάκια. Αλλά εκεί τους περίμεναν ήδη 1.500 Έλληνες, σιωπηλοί, κρυμμένοι πίσω από θάμνους και βράχια. Όταν η τουρκική εμπροσθοφυλακή μπήκε στο φαράγγι, άρχισε η βροχή του θανάτου. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν πριν καν αντιληφθούν από πού τους χτυπούσαν.
Άλλοι έτρεξαν πανικόβλητοι σε δεύτερο μονοπάτι, πιο δύσβατο. Εκεί όμως εμφανίστηκαν οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις, σφίγγοντας τον κλοιό σαν τανάλια από κάθε πλευρά.
Η μάχη κράτησε ως τη νύχτα, αλλά η σφαγή είχε κριθεί από νωρίς. Ο Δράμαλης είδε το στράτευμά του να διαλύεται, τα άλογά του να κείτονται νεκρά, τα πολυτελή του φορτηγά να λεηλατούνται από ξυπόλυτους αγωνιστές. Το όνομα του Κολοκοτρώνη έγινε φόβος και θρύλος.
Μέσα σε λίγες ώρες, ένας στρατός 30.000 ανδρών είχε μετατραπεί σε φάντασμα. Οι Έλληνες μέτρησαν λιγότερους από 100 νεκρούς. Οι Τούρκοι, πάνω από 20.000.
Η φράση του Κολοκοτρώνη πριν τη μάχη διασώθηκε από τον Φωτάκο, πιστό του σύντροφο. Δεν ήταν μόνο προφητική – ήταν το ίδιο το νόημα της Επανάστασης. Κάθε μάχη εκείνα τα χρόνια ήταν ξαναγέννηση. Ένας λαός που είχε σιγήσει για αιώνες, ξαναμιλούσε με φωτιά. Στα Δερβενάκια, το αίμα και η σκόνη έγιναν ιστορία. Η φωνή ενός άνδρα πάνω σε μια στέγη έγινε ο ήχος της Ελευθερίας.