Έμεινε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο με τους πιστούς που έμειναν πίσω. Ο Χρυσόστομος Σμύρνης αρνήθηκε να σωθεί και βρήκε μαρτυρικό θάνατο
Στη φλεγόμενη Σμύρνη του 1922, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος αρνήθηκε να φύγει. Παρέμεινε δίπλα στον λαό του και βασανίστηκε μέχρι θανάτου
Η Σμύρνη καίγεται. Ο ουρανός έχει βαφτεί κόκκινος, ο αέρας είναι βαρύς από καπνό και στάχτη. Ο κόσμος τρέχει πανικόβλητος προς τη θάλασσα, προς οποιαδήποτε διέξοδο μπορεί να βρεθεί, μα δεν υπάρχει σωτηρία. Οι κραυγές των γυναικών και των παιδιών σκίζουν την ατμόσφαιρα. Η θάλασσα, ήρεμη και αδιάφορη, δεν θα σώσει κανέναν.
Στο κέντρο αυτής της κόλασης, εκεί όπου το πλήθος συνωστίζεται προσπαθώντας να ξεφύγει από το αναπόφευκτο, στέκεται ένας άνδρας. Ψηλός, με επιβλητική μορφή, η γενειάδα του λευκή, τα μάτια του γεμάτα θλίψη αλλά και αποφασιστικότητα. Είναι ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης. Του έχουν προτείνει να φύγει. Μπορεί να σωθεί. Να ανέβει σε ένα από τα ξένα πλοία που παρακολουθούν σιωπηλά την καταστροφή από τα ανοιχτά, χωρίς να κάνουν τίποτα. Κι όμως, μένει.
«Πώς να φύγω;» λέει. «Να αφήσω το ποίμνιό μου; Αυτούς που δεν έχουν πού να πάνε; Αν είναι να πεθάνουν, θα πεθάνω μαζί τους.»
Τον οδηγούν μπροστά στον Νουρεντίν πασά. Ένας πασάς που διψάει για εκδίκηση, που θέλει να δει τον Χρυσόστομο να πληρώνει για το ότι κράτησε ζωντανό τον ελληνισμό της Σμύρνης. Ο Νουρεντίν δεν δίνει εντολή εκτέλεσης. Δίνει κάτι χειρότερο. Τον παραδίδει στο πλήθος. Ένα εξαγριωμένο τουρκικό πλήθος που αναζητά εκδίκηση για όλα τα χρόνια εθνικής έντασης, που βλέπει στο πρόσωπο του Χρυσοστόμου τον εχθρό, αλλά και το τρόπαιο της νίκης τους.
Ξεσκίζουν τα ράσα του. Του χτυπούν το πρόσωπο, μα εκείνος δεν φωνάζει. Δεν ζητά έλεος. Προσεύχεται. Το αίμα κυλάει στο πεζοδρόμιο, το σώμα του σωριάζεται, μα τα χείλη του ψιθυρίζουν ευχές. Ευλογεί τους δημίους του, αυτούς που τον λιντσάρουν, αυτούς που του βγάζουν τα μάτια με τα ίδια του τα χέρια.
Η νύχτα πέφτει, μα η φωτιά δεν σβήνει. Η Σμύρνη φλέγεται, και μαζί της φεύγει ένας κόσμος, μια ολόκληρη ζωή, ένας πολιτισμός. Και εκεί, στην ίδια πόλη που άλλοτε ήταν γεμάτη ζωή, το σώμα του Χρυσοστόμου κείτεται άψυχο, μα το βλέμμα του – ακόμα και μέσα στο θάνατο – μοιάζει να λέει πως δεν λύγισε. Δεν έφυγε. Δεν πρόδωσε την πίστη του, ούτε το λαό του.