Έπαιρναν σύναξη οι Αρχαίοι Έλληνες; Πως ζούσαν στα γεράματα;
Δεν υπήρχε ΙΚΑ, δεν υπήρχε ΕΦΚΑ. Και όμως, στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχαν μορφές πρόνοιας
Στην Αρχαία Ελλάδα, η τρίτη ηλικία δεν ήταν περίοδος περιθωριοποίησης αλλά ένα στάδιο ζωής που κουβαλούσε σεβασμό, φόβο και πολλές φορές… εγκατάλειψη. Ο ηλικιωμένος δεν είχε κάποιο επίσημο κρατικό δίχτυ προστασίας όπως τον φανταζόμαστε σήμερα, αλλά δεν ήταν και τελείως μόνος. Ανάλογα με την πόλη-κράτος, το επάγγελμα και την οικογένεια, τα γηρατειά μπορούσαν να είναι περίοδος τιμής ή πλήρους αδυναμίας. Δεν υπήρχε συνταξιοδοτικό σύστημα με τη σύγχρονη έννοια, αλλά υπήρχαν μορφές αποζημίωσης, τιμητικών παροχών και αμοιβών από το κράτος για όσους είχαν προσφέρει υπηρεσίες στην πόλη ή είχαν τραυματιστεί σε πόλεμο.
Η Αθήνα ήταν ίσως η μόνη πόλη-κράτος που πλησίασε κάπως την έννοια «σύνταξη» με την καθιέρωση των “σιτίων”. Ήταν χρηματική αποζημίωση ή διανομή τροφίμων για ηλικιωμένους πολίτες, κυρίως πρώην στρατιώτες ή θύματα πολέμου, και σε κάποιες περιπτώσεις για γέρους που δεν μπορούσαν να εργαστούν. Το ποσό δεν ήταν μεγάλο, αλλά αρκούσε για τα βασικά. Δεν ήταν όλοι δικαιούχοι. Έπρεπε να έχεις υπηρετήσει την πόλη με τρόπο αναγνωρισμένο ή να βρίσκεσαι σε πλήρη αδυναμία επιβίωσης. Η πολιτεία λειτουργούσε επιλεκτικά και περισσότερο συμβολικά παρά με κοινωνικό σχεδιασμό όπως σήμερα.
Η Σπάρτη από την άλλη είχε εντελώς διαφορετική αντίληψη για τα γηρατειά. Οι ηλικιωμένοι άνδρες, αν ήταν πρώην πολεμιστές, αποκτούσαν θέση κύρους στη «Γερουσία» – το συμβούλιο των γερόντων. Ο θεσμός αυτός ήταν ένας συνδυασμός εξουσίας και σεβασμού και επιβεβαίωνε την αξία της εμπειρίας. Όμως η Σπάρτη ήταν σκληρή. Αν ο γέροντας δεν μπορούσε να προσφέρει πια ούτε σοφία, ούτε χρήσιμη γνώμη, ούτε εργασία, κινδύνευε να πέσει σε αφάνεια, ειδικά αν δεν είχε οικογένεια να τον στηρίξει. Δεν υπήρχε η έννοια της πρόνοιας με τρυφερότητα. Υπήρχε αξιοπρέπεια, αλλά κρύα.
Η ατομική οικονομία έπαιζε τεράστιο ρόλο. Ένας ηλικιωμένος που είχε γη, δούλους, ή εισοδήματα από ενοίκια μπορούσε να ζήσει άνετα, πολλές φορές μάλιστα χωρίς να εργάζεται. Αν όμως δεν είχε περιουσία ή παιδιά, ήταν συχνά καταδικασμένος στην επαιτεία ή τη φιλανθρωπία. Η οικογένεια ήταν το βασικό δίχτυ προστασίας. Τα παιδιά είχαν υποχρέωση να φροντίσουν τους γονείς στα γεράματα, αλλά αυτό δεν ήταν πάντα ρεαλιστικό, ειδικά σε περιόδους φτώχειας, πολέμου ή κοινωνικής αστάθειας. Οι γυναίκες περνούσαν ακόμα πιο δύσκολα. Χωρίς περιουσία και χωρίς δικαίωμα στη δημόσια ζωή, πολλές χήρες γερνούσαν με απόλυτη εξάρτηση από τους γιους τους.
Οι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν εκτενώς με τα γηρατειά. Ο Πλάτων πίστευε πως η ψυχή του ηλικιωμένου, όσο δεν παρασύρεται από τις σωματικές αδυναμίες, μπορεί να αποκτήσει ανώτερη σοφία και ισορροπία. Ο Κικέρων – αν και Ρωμαίος – διασώζει ελληνικές απόψεις στη διατριβή του «Περί Γήρατος», όπου αναφέρει ότι ο σοφός γέροντας δεν χρειάζεται νιάτα για να είναι χρήσιμος. Οι τραγωδίες, όμως, έχουν άλλη άποψη. Εκεί ο γέρος εμφανίζεται συχνά αδύναμος, εγκαταλελειμμένος, ακόμα και εξευτελισμένος. Η πραγματικότητα δεν ήταν πάντα αντάξια των φιλοσοφιών.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν κοινωνικά ταμεία, δεν έπαιρναν κάθε μήνα «σύνταξη» και δεν υπήρχαν δομές περίθαλψης για όλους. Αλλά υπήρχε μια βαθιά πολιτιστική συνείδηση γύρω από τη γήρανση, τη σοφία, και την ανάγκη του ανθρώπου να μην πεθάνει μόνος και εγκαταλελειμμένος. Κάθε πόλη, κάθε οικογένεια και κάθε άτομο έδινε τη δική του μάχη με το γήρας – άλλοτε με αξιοπρέπεια και άλλοτε με σιωπηλή εγκατάλειψη.