Φέραμε από έξω επαγγελματία επαναστάση να αναλάβει τον Ελληνικό στόλο στην Επανάσταση. Πριν είχε αναλάβει της Χιλής, του Περού και της Βραζιλίας
Πριν τον φέρουν στην Ελλάδα, είχε γίνει εθνικός ήρωας στη Χιλή, το Περού και τη Βραζιλία.
Το 1827, η Ελλάδα αναζητούσε απεγνωσμένα κάποιον να συγκροτήσει, να ενισχύσει και κυρίως να εμπνεύσει τον ετοιμόρροπο επαναστατικό στόλο της. Ο πόλεμος είχε μπει σε νέα φάση, οι εμφύλιες διαμάχες είχαν εξαντλήσει τις δυνάμεις του Αγώνα και οι ναυτικές επιχειρήσεις είχαν περιοριστεί σε επιμέρους συγκρούσεις χωρίς στρατηγικό αποτέλεσμα. Κι όμως, σε μια κίνηση που θύμιζε περισσότερο Λατινική Αμερική παρά Βαλκάνια, οι Έλληνες αποφάσισαν να εμπιστευτούν τον στόλο τους σ’ έναν ξένο. Όχι απλώς έναν ξένο, αλλά έναν από τους πιο τολμηρούς και ασυνήθιστους ναυάρχους της εποχής: τον Τόμας Κόχραν.
Ο Τόμας Κόχραν ήταν ήδη θρύλος όταν δέχτηκε την πρόταση να πολεμήσει για την Ελλάδα. Είχε εκδιωχθεί από το βρετανικό ναυτικό με την κατηγορία της χειραγώγησης του χρηματιστηρίου, αλλά η φήμη του παρέμενε άθικτη. Το βιογραφικό του ήταν πιο απίθανο κι από μυθιστόρημα: είχε υπηρετήσει στον βρετανικό στόλο, είχε κατατροπώσει Γάλλους και Ισπανούς, είχε διαπρέψει σε επιχειρήσεις δολιοφθοράς και παράτολμων ελιγμών, είχε διοικήσει τον στόλο της Χιλής ενάντια στους Ισπανούς, είχε συντρίψει τα ναυτικά του Περού, είχε οργανώσει τον στόλο της Βραζιλίας κατά της Πορτογαλίας και είχε επιστρέψει με το παράσημο του ελευθερωτή σε τρεις διαφορετικές ηπείρους. Ο Κόχραν ήταν ο ναύαρχος που κάθε επανάσταση ήθελε, αλλά λίγες μπορούσαν να πληρώσουν.
Η ελληνική Επανάσταση όμως, μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου και τη διπλωματική πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, είχε προσελκύσει πλέον διεθνή ενδιαφέρον. Το φιλελληνικό κίνημα ήταν ισχυρό, και ο Ιωάννης Καποδίστριας, γνωρίζοντας την ανάγκη για ένα ισχυρό ναυτικό, πρότεινε να στρατολογηθεί ένας αρχηγός με διεθνές κύρος. Ο Κόχραν, ελεύθερος πλέον από τις υποχρεώσεις του στην Αμερική, αποδέχθηκε. Όμως, όπως θα αποδεικνυόταν σύντομα, ο ρομαντισμός και η πραγματικότητα στην Ελλάδα του 1827 απείχαν έτη φωτός.
Ο Κόχραν δεν ήταν ένας απλός ξένος αξιωματικός· ήταν στρατηγική επιλογή, σύμβολο και ελπίδα. Έφτασε με προσωπικό επιτελείο, έφερε μαζί του γνώσεις, σχέδια και φιλοδοξίες για να μετατρέψει τον ελληνικό στόλο σε δύναμη πρώτου επιπέδου. Στο πλευρό του είχε τον Γεώργιο Φίνλεϊ, φιλέλληνα ιστορικό, και άλλους Βρετανούς αξιωματικούς. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι ο ελληνικός στόλος δεν ήταν καν στόλος. Ήταν ένα σύνολο αποσπασματικά εξοπλισμένων πλοίων, με πειρατική νοοτροπία και πλήρωμα αφοσιωμένο στους τοπικούς αρχηγούς και όχι σε έναν ξένο ναύαρχο, όσο ένδοξος κι αν ήταν.
Παρά τις δυσκολίες, ο Κόχραν δεν εγκατέλειψε. Οργάνωσε αποστολές, σχεδίασε επιθέσεις και προσπάθησε να συντονίσει τις ενέργειες των νησιωτών, των Σπετσιωτών και των Υδραίων, αλλά βρήκε μπροστά του ένα τείχος διχόνοιας, εσωτερικής αντιζηλίας και γενικευμένης απειθαρχίας. Πολλοί καπεταναίοι τον έβλεπαν ως απειλή και όχι ως σωτήρα. Οι επιχειρήσεις του, όπως η αποτυχημένη πολιορκία της Ακρόπολης ή η δράση στον Παγασητικό κόλπο, δεν έφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Ο ίδιος ο Κόχραν σημείωνε ότι «ποτέ στη ζωή μου δεν συνάντησα τόσο ηρωικούς μαχητές και τόσο απείθαρχους συμμάχους». Η σύγκριση ανάμεσα στην πειθαρχία του ναυτικού της Χιλής και την ασυδοσία της ελληνικής πλευράς ήταν σοκαριστική ακόμη και για έναν άνδρα που είχε πολεμήσει στις πιο ατακτες συνθήκες της Λατινικής Αμερικής. Είδε την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων, αλλά δεν μπόρεσε να σπάσει τα δεσμά της φαγωμάρας και της πολιτικής χειραγώγησης. Παραιτήθηκε λίγο αργότερα, το 1828, απογοητευμένος αλλά με αξιοπρέπεια.
Παρά τα περιορισμένα του αποτελέσματα στην Ελλάδα, η παρουσία του Κόχραν είχε ιδιαίτερο συμβολισμό. Ήταν η πρώτη φορά που μια ευρωπαϊκή επανάσταση ζητούσε βοήθεια από έναν “επαναστάτη επαγγελματία”, έναν άντρα που είχε κάνει την απελευθέρωση επαγγελματική αποστολή. Ο Τόμας Κόχραν έφυγε από την Ελλάδα με γεύση πικρίας αλλά και με σεβασμό για τον ελληνικό λαό. Το 1832 αποκαταστάθηκε πλήρως στη Βρετανία και έγινε τελικά ναύαρχος του βασιλικού στόλου. Στη συνείδηση πολλών, παρέμεινε ο ήρωας των τριών ηπείρων, ένας Οδυσσέας του 19ου αιώνα που αναζητούσε κάθε φορά μια νέα Ιθάκη να απελευθερώσει.