Για αυτό ο Μακρυγιάννης έφτιαξε πίνακες για κάθε του μάχη
Με τη φράση «ό,τι δεν φαίνεται δεν αληθεύει», ο Μακρυγιάννης επιμελήθηκε πίνακες που απεικονίζουν τις μάχες της Επανάστασης
Ο Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης και συγγραφέας των πιο αυθεντικών απομνημονευμάτων του Αγώνα, πίστευε ακράδαντα ότι η ιστορία δεν αρκεί να γράφεται — πρέπει να φαίνεται. Αυτή του η πίστη συνοψίζεται στη φράση που του αποδίδεται: «Ό,τι δεν φαίνεται, δεν αληθεύει». Και αυτό δεν ήταν ρητορική υπερβολή. Ήταν το θεμέλιο μιας πράξης μοναδικής στην παγκόσμια ιστορία: της εικονογράφησης των αγώνων του 1821, όχι από ιστορικούς ή καλλιτέχνες του μέλλοντος, αλλά από τον ίδιο τον αγωνιστή, όσο ακόμα ήταν ζωντανός.
Ο Μακρυγιάννης δεν ήταν ζωγράφος. Ήταν όμως εμμονικός με τη δικαιοσύνη της μνήμης. Πίστευε ότι η αλήθεια του Αγώνα θα διαστρεβλωθεί, ότι κάποιοι θα σβήσουν πρόσωπα, τοποθεσίες και λεπτομέρειες από την Ιστορία, και ήθελε να τα προλάβει. Έτσι, αποφάσισε να δημιουργήσει μια σειρά από πίνακες που να απεικονίζουν με ακρίβεια —σύμφωνα με τη δική του ματιά— τα γεγονότα που έζησε ή έκρινε ως κρίσιμα. Χρησιμοποίησε δικά του χρήματα, έδωσε σαφείς εντολές, και συνεργάστηκε με λαϊκούς αγιογράφους όπως ο Παναγιώτης Ζωγράφος και ο γιος του Δημήτριος. Οι πίνακες αυτοί έγιναν υπό την απόλυτη επίβλεψή του. Δεν τους άφηνε περιθώριο για “καλλιτεχνική ελευθερία”. Όποιος πολεμούσε, έπρεπε να αποδοθεί πιστά. Όποιος πρόδωσε, δεν έπρεπε να κρυφτεί.
Η σειρά των πινάκων περιλαμβάνει πάνω από 20 σκηνές, που απεικονίζουν καθοριστικές μάχες, αλλά και λεπτομέρειες που δεν βρίσκονται σε κανένα άλλο ιστορικό τεκμήριο. Οι φουστανέλες, τα όπλα, τα χρώματα των ρούχων, τα πρόσωπα και οι στάσεις έχουν ρεαλισμό και ταυτόχρονα μια αθωότητα που μοιάζει με βυζαντινή ζωφόρο. Δεν είναι τέχνη για το Μουσείο. Είναι τέχνη για τη Μνήμη. Ο ίδιος ο Μακρυγιάννης υπαγόρευε στον ζωγράφο πού ακριβώς να βάλει το κάθε πρόσωπο. Αν κάποιος κρατούσε γιαταγάνι, δεν έπρεπε να έχει τουφέκι. Αν κάποιος ήταν μπροστά, δεν έπρεπε να εμφανίζεται πίσω. Ήταν τόσο αυστηρός, που κάποιοι ιστορικοί τον παρομοίασαν με σκηνοθέτη μάχης.
Αυτό που κάνει το έργο του Μακρυγιάννη μοναδικό είναι ότι δεν είναι καλλιτεχνική ανάμνηση, αλλά επιζών ντοκουμέντο. Οι πίνακες δεν αποτυπώνουν μόνο τι έγινε, αλλά και το πώς θέλησε εκείνος να το θυμόμαστε. Σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι μαχητές απλώς μιλούσαν ή σιωπούσαν, εκείνος έφτιαξε εικόνες. Και όχι οποιεσδήποτε εικόνες: σκηνές όπου η Ιστορία γίνεται θέαμα και τεκμήριο ταυτόχρονα. Δεν ήθελε απλώς να εξιστορήσει· ήθελε να δείξει. Και όταν είπε «ό,τι δεν φαίνεται, δεν αληθεύει», δεν εννοούσε μόνο την εικόνα. Εννοούσε ότι η Ιστορία που μένει είναι αυτή που βλέπεις.
Οι πίνακες του Ζωγράφου, όπως καθοδηγήθηκαν από τον Μακρυγιάννη, διασώζονται σήμερα και εκτίθενται ως θησαυροί. Όχι επειδή είναι υψηλή τέχνη, αλλά επειδή είναι το μοναδικό ίσως παράδειγμα στην ευρωπαϊκή ιστορία όπου ένας στρατηγός καθοδηγεί προσωπικά τη δημιουργία εικονογραφημένων ντοκουμέντων για να διαφυλάξει όχι μόνο το δίκιο του, αλλά και την ίδια την έννοια της αλήθειας.