Γιατί η μέρα έχει δύο 12ωρα και όχι ένα 24ωρο;
Δεν είναι μαθηματικό, είναι ανθρώπινο: ο λόγος που η μέρα χωρίστηκε σε δύο 12ωρα
Αν κάποιος προσπαθούσε να εφεύρει σήμερα την έννοια του χρόνου, ίσως θα μας έδινε μια απλή κλίμακα από το 0 μέχρι το 24. Όμως η ιστορία του ρολογιού και της ώρας δεν ξεκίνησε από σύγχρονους αριθμητικούς υπολογισμούς. Ξεκίνησε από τον ουρανό, από τα αστέρια και τις σκιές. Και η πρώτη ιδέα του «12» δεν είχε να κάνει με αριθμητική, αλλά με παρατήρηση.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν οι πρώτοι που χώρισαν την ημέρα σε δύο ίσα μέρη: 12 ώρες για τη μέρα και 12 ώρες για τη νύχτα. Δεν το έκαναν από σύμπτωση, αλλά παρατηρώντας ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας, εμφανίζονταν 12 δεκανείς – συγκεκριμένοι αστερισμοί που αναδύονταν στον ορίζοντα. Αυτό τους έδωσε τη βάση για να χωρίσουν τη νύχτα σε 12 μέρη.
Η μέρα, από συμμετρία, πήρε κι αυτή 12 μέρη. Όχι γιατί είχε 12 ώρες από τη φύση της, αλλά γιατί οι άνθρωποι αγαπούν τη συμμετρία. Το ίδιο συνέχισαν οι Βαβυλώνιοι, οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, που διατήρησαν το διπλό 12ωρο.
Όταν άρχισαν να φτιάχνονται μηχανικά ρολόγια, η ώρα έγινε σταθερή και όχι «ηλιακή» όπως παλιά. Δηλαδή, κάθε ώρα είχε την ίδια διάρκεια ανεξαρτήτως εποχής. Τότε ήταν που το ρολόι «έκλεισε» σε έναν κύκλο 12 ωρών, και μετά… επανεκκινούσε. Αυτός ο κύκλος διατηρήθηκε μέχρι σήμερα.
Ο λόγος που δεν χρησιμοποιούμε ευθέως 24ωρη μέτρηση είναι κυρίως ιστορικός και πολιτισμικός. Το 12 χρησιμοποιείται εδώ και χιλιάδες χρόνια, επειδή διαιρείται εύκολα: έχει διαιρέτες το 2, το 3, το 4 και το 6. Είναι ένας πρακτικός αριθμός. Και ο διαχωρισμός μέρας/νύχτας είναι τόσο παλιός όσο και η πρώτη ανθρώπινη παρατήρηση της σκιάς.
Σήμερα, η 24ωρη μορφή υπάρχει – στις στρατιωτικές ώρες ή στους υπολογιστές. Αλλά στην καθημερινότητα, η ανθρώπινη ιστορία συνεχίζει να μετρά με τον ίδιο παλιό ρυθμό: μία μέρα, δύο 12ωρα. Και κάθε φορά που το ρολόι φτάνει στο 12, είναι σαν να μας θυμίζει ότι ο χρόνος ξαναρχίζει – όχι με αριθμό, αλλά με ρυθμό.