
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει σταθεί στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ένα σούρουπο και να μην το ένιωσε. Μια παράξενη θλίψη, μια γλυκιά μελαγχολία, μια ηρεμία που μοιάζει πιο δυνατή από τη σιωπή. Ο Θερμαϊκός απλώνεται μπροστά σου ακίνητος, βαριάς ανάσας, και πίσω του η πόλη. Όχι απλώς μια πόλη – μια παρουσία. Κι εκεί, κάπου ανάμεσα στο νερό και στο μπετό, γεννήθηκε μια φράση σχεδόν ερωτική: Νύμφη του Θερμαϊκού.
Δεν τη σκέφτηκε κάποιος αρχαίος φιλόσοφος ούτε γράφτηκε σε χρυσό ψηφιδωτό. Είναι φράση του 20ού αιώνα, γεννημένη μέσα από την ανάγκη να περιγράψουμε την άπιαστη αύρα της Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν ποτέ μόνο γεωγραφική θέση. Ήταν χαρακτήρας. Κι ο χαρακτήρας αυτός έμοιαζε – και μοιάζει ακόμα – με γυναίκα. Όχι κοπέλα της διπλανής πόρτας. Μια νύμφη. Όμορφη, ντυμένη με αλάτι και φως, κάπως απόμακρη, κάπως πληγωμένη, αλλά πάντα παρούσα.
Η λέξη «νύμφη» δεν είναι τυχαία. Έρχεται από την αρχαία Ελλάδα και δήλωνε τα πνεύματα της φύσης. Νεράιδες των πηγών, των δέντρων, των θαλασσών. Μορφές που δεν γερνούν ποτέ, που ζουν αιώνια, που σε κοιτούν χωρίς να μιλούν. Αυτές οι υπάρξεις δεν ήταν ποτέ θεές, αλλά δεν ήταν ούτε θνητές. Ήταν κάτι ενδιάμεσο, κάτι απροσδιόριστο – όπως και η Θεσσαλονίκη. Δεν είναι ποτέ ξεκάθαρη, ποτέ ίδια. Μια μέρα σε αγκαλιάζει, την άλλη σε διώχνει. Μια νύμφη ακριβώς έτσι είναι.
Η Θεσσαλονίκη μπήκε στον 20ό αιώνα μέσα στη φωτιά. Πόλεμοι, προσφυγιά, φωτιές, δικτατορίες, επανεκκινήσεις. Αλλά όσο κι αν άλλαζε, πάντα παρέμενε μια πόλη που έστεκε μπροστά στη θάλασσα. Κι αυτό είναι σημαντικό. Οι πόλεις που βλέπουν θάλασσα, αποκτούν βλέμμα. Δεν είναι κλειστές, δεν είναι τετράγωνες. Είναι πιο ανοιχτές, πιο αισθαντικές. Η θάλασσα τις κάνει να σκέφτονται. Κι έτσι έγινε κι εδώ.
Η φράση «Νύμφη του Θερμαϊκού» δεν ήταν διαφήμιση. Ήταν ποίηση. Εμφανίστηκε σε ταξιδιωτικά κείμενα, σε ρεμπέτικα, σε ερωτικές επιστολές φαντάρων, σε ποιήματα που γράφτηκαν σε τετράδια χωρίς εξώφυλλα. Την είπαν όσοι έφυγαν από την πόλη και την κουβάλησαν μαζί τους. Την είπαν κι αυτοί που δεν άντεξαν να την αποχωριστούν και έμειναν εδώ, να τη βλέπουν να αλλάζει. Και όσο κι αν άλλαξε, η νύμφη είναι ακόμα εδώ. Κατεβαίνει τα βράδια από τα Κάστρα, περπατά στην παραλία, στέκεται δίπλα στα φανάρια της Λεωφόρου Νίκης, κοιτάζει το νερό, καμιά φορά σιγοτραγουδάει.
Δεν έχει ηλικία, δεν έχει πολιτική ταυτότητα, δεν έχει φωνή. Είναι η ίδια η ατμόσφαιρα της πόλης. Το άρωμα της βροχής στα παλιά πλακάκια, το φως του ήλιου στις πολυκατοικίες με τα σκουριασμένα μπαλκόνια, οι σκιές στα παγκάκια του λιμανιού, τα βλέμματα στους δρόμους γύρω από την Καμάρα, τα μυστικά στα στενά των Άνω Πόλεων. Όλα αυτά είναι η νύμφη.
Λέμε «Νύμφη του Θερμαϊκού» γιατί η Θεσσαλονίκη δεν είναι κάτι που περιγράφεται. Είναι κάτι που νιώθεις. Και αυτό που νιώθεις, δεν χωράει σε ονόματα δρόμων και αριθμούς λεωφορείων. Χωράει σε παρατσούκλια. Σε ψιθύρους. Σε προσωνυμίες που γεννήθηκαν χωρίς να το ζητήσει κανείς, αλλά που κόλλησαν γιατί απλώς ήταν σωστές. Όπως αυτή.