Γιατί τα Αρχαία Ελληνικά δε χωρίστηκαν σε πολλές γλώσσες όπως έγινε με τα Λατινικά;
Σε αντίθεση με τα Λατινικά, που διασπάστηκαν σε πολλές γλώσσες, τα Αρχαία Ελληνικά εξελίχθηκαν σε μια ενιαία γλωσσική συνέχεια
Τα Λατινικά ήταν η επίσημη γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά μετά την πτώση της διασπάστηκαν σε πολλές διαφορετικές γλώσσες, όπως τα Ιταλικά, τα Γαλλικά, τα Ισπανικά και τα Πορτογαλικά. Αντίθετα, τα Αρχαία Ελληνικά εξελίχθηκαν, αλλά δεν διασπάστηκαν σε διαφορετικές γλώσσες. Αν και υπήρχαν πολλές ελληνικές διάλεκτοι στην αρχαιότητα, όλες αφομοιώθηκαν σταδιακά στη Κοινή Ελληνική, η οποία αποτέλεσε τη βάση της σημερινής Ελληνικής γλώσσας.
Η κύρια αιτία αυτής της διαφοράς ήταν το ισχυρό πολιτισμικό και μορφωτικό υπόβαθρο της ελληνικής γλώσσας, που διατηρήθηκε ζωντανό μέσα από τη γραφή και την εκπαίδευση. Σε αντίθεση με τα Λατινικά, τα οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως ως διοικητική και στρατιωτική γλώσσα, τα Ελληνικά είχαν μια βαθιά λογοτεχνική και φιλοσοφική παράδοση. Από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, η γλώσσα ήταν φορέας σκέψης και παιδείας, πράγμα που βοήθησε στη διατήρησή της.
Η Κοινή Ελληνική, που διαμορφώθηκε μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της ενότητας της γλώσσας. Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, τα Ελληνικά έγιναν η γλώσσα του εμπορίου, της διοίκησης και της επιστήμης σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμη και όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέκτησε τον ελληνικό κόσμο, τα Ελληνικά παρέμειναν η κυρίαρχη γλώσσα της ανατολικής ρωμαϊκής επικράτειας, οδηγώντας αργότερα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπου συνέχισαν να εξελίσσονται αλλά όχι να διασπώνται.
Μια άλλη βασική διαφορά με τα Λατινικά ήταν η γεωγραφική και διοικητική διάρθρωση των περιοχών όπου μιλούνταν αυτές οι γλώσσες. Οι λατινόφωνες περιοχές ήταν εκτεταμένες και αποκομμένες μεταξύ τους μετά την πτώση της Ρώμης, γεγονός που οδήγησε στη διαμόρφωση των τοπικών λατινογενών γλωσσών. Αντίθετα, τα ελληνικά εδάφη, αν και διασκορπισμένα, είχαν ένα κοινό κέντρο: την Κωνσταντινούπολη, όπου η ελληνική γλώσσα παρέμενε η γλώσσα της διοίκησης και της Εκκλησίας.
Το γεγονός ότι τα Ελληνικά χρησιμοποιήθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία συνέβαλε στην ενότητα και στη συνέχεια της γλώσσας. Τα Ευαγγέλια και τα θεολογικά κείμενα γράφτηκαν στα Ελληνικά, διατηρώντας τη γλώσσα ως φορέα πολιτισμού και εκπαίδευσης. Η επιρροή της Εκκλησίας υπήρξε καθοριστική στο να μην υπάρξει διασπορά της γλώσσας σε ξεχωριστές διάλεκτους, όπως έγινε με τα Λατινικά στη Δύση, όπου η Καθολική Εκκλησία χρησιμοποίησε τα Λατινικά, αλλά ο λαός ανέπτυξε ξεχωριστές γλώσσες.
Ένας ακόμη λόγος ήταν η διαφορά στη λειτουργία των δύο γλωσσών στη λαϊκή καθημερινότητα. Τα Λατινικά, που διαδόθηκαν κυρίως μέσω των Ρωμαίων στρατιωτών και αποίκων, διαφοροποιήθηκαν καθώς αφομοιώθηκαν από γηγενείς πληθυσμούς που τα προσάρμοσαν στις τοπικές διαλέκτους τους. Τα Ελληνικά, όμως, δεν επιβλήθηκαν ξαφνικά σε νέους λαούς αλλά εξελίχθηκαν σταδιακά από την αρχαιότητα και ενσωματώθηκαν οργανικά στον πολιτισμό των ανθρώπων που τα μιλούσαν.
Εξαιτίας όλων αυτών των παραγόντων, η ελληνική γλώσσα διατήρησε τη συνοχή της μέσα στους αιώνες και δεν διασπάστηκε σε διαφορετικές γλώσσες, όπως έγινε με τα Λατινικά.