Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τα κουδούνια από τα πρόβατα για να στέλνουν κωδικοποιημένα μηνύματα στον πόλεμο
Το κουδούνισμα των προβάτων δεν ήταν πάντα αθώο.
Στα βουνά της Ηπείρου, στις χαράδρες της Ρούμελης και στα μονοπάτια της Θεσσαλίας, το κουδούνισμα των προβάτων δεν ήταν ποτέ απλώς ένας ήχος της φύσης. Ήταν κάτι πιο σύνθετο, πιο βαθύ. Σε εποχές όπου το κάθε βήμα μπορούσε να παρακολουθείται και η κάθε λέξη να προδώσει, οι Έλληνες βοσκοί μετέτρεψαν τα κουδούνια σε εργαλείο επικοινωνίας. Σε πολεμικές περιόδους, και ιδιαίτερα κατά την Επανάσταση του 1821 αλλά και σε κατοπινές φάσεις αντίστασης όπως η Κατοχή, το κουδούνισμα μετατράπηκε σε γλώσσα. Μια γλώσσα χωρίς λέξεις, αλλά με ρυθμό, σήμα και κατεύθυνση.
Ο ρυθμός του κοπαδιού μπορούσε να τροποποιηθεί σκόπιμα. Ο βοσκός, χωρίς να δείξει τίποτα στο πρόσωπό του, μπορούσε να κατευθύνει τα ζώα με τέτοιο τρόπο ώστε ο ήχος από τα κουδούνια να δίνει ένα μήνυμα σε αυτούς που ήξεραν να ακούσουν. Ένα γρήγορο, νευρικό κουδούνισμα μπορούσε να σημαίνει ότι πλησιάζει κίνδυνος. Ένα πιο σταθερό και ήπιο σήμαινε ότι η περιοχή είναι ασφαλής. Οι μαχητές που είχαν κρυφτεί σε σπηλιές ή δάση μάθαιναν έτσι από τους ντόπιους εάν μπορούσαν να βγουν, να κινηθούν, να ξεφύγουν ή να μείνουν κρυμμένοι.
Δεν ήταν κάτι που μαθαίνεις σε σχολείο. Ήταν προφορική παράδοση. Ένα άτυπο δίκτυο συμφωνημένων σημάτων ανάμεσα σε βοσκούς και αντάρτες, ανάμεσα σε ηλικιωμένους χωρικούς και κρυμμένους επαναστάτες. Οι ίδιοι οι ήχοι ήταν αθώοι. Δεν τους υποπτευόταν κανείς. Όταν ο εχθρός άκουγε πρόβατα, πίστευε ότι όλα κυλούσαν φυσιολογικά. Όταν όμως οι Έλληνες άκουγαν το ίδιο κουδούνι, ήξεραν να το αποκρυπτογραφήσουν.
Οι περιπτώσεις αυτές καταγράφονται σε λαϊκές αφηγήσεις και μαρτυρίες που έχουν περάσει από στόμα σε στόμα. Ιστορίες από τη Στερεά Ελλάδα και την Ήπειρο μιλούν για γέροντες που με ένα απλό σύρσιμο του ραβδιού άλλαζαν την τροχιά του κοπαδιού και έδιναν σήμα στους κρυμμένους Έλληνες μαχητές να κινηθούν προς το βράχο ή να μείνουν ακίνητοι. Το κοπάδι, χωρίς να το ξέρει, γινόταν ο αγγελιοφόρος μιας επανάστασης.
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι αυτός ο “κώδικας των κουδουνιών” λειτούργησε σε εποχές που η τεχνολογία της επικοινωνίας ήταν ανύπαρκτη. Σε έναν κόσμο χωρίς τηλέφωνα, ασυρμάτους ή χάρτες, η εμπιστοσύνη στη μνήμη, στη συμφωνία και στο αυτί ήταν πιο πολύτιμη από οτιδήποτε. Οι βοσκοί ήξεραν τα βουνά σαν τις παλάμες τους και μπορούσαν να διακρίνουν ήχους με ακρίβεια που σήμερα μοιάζει υπεράνθρωπη. Εκείνοι οι ήχοι, που για τον έξω κόσμο ήταν μονότονα κουδούνια, για τους δικούς τους ήταν μηνύματα ελευθερίας.