Ήταν οι Τούρκοι με 6000 στρατιώτες και ο δικός μας με 18
Δεκαοκτώ Σουλιώτες απέναντι σε έξι χιλιάδες Τούρκους.
Ήταν μια από εκείνες τις στιγμές της Ιστορίας που μοιάζουν με θρύλο, μα συνέβησαν πραγματικά. Στα βουνά του Σουλίου, σε μια εποχή που ολόκληρη η Ήπειρος στενάζει κάτω από την οθωμανική μπότα, οι Τουρκαλβανοί πολιορκούν ένα χωριό. Δεν πολιορκούν μόνο σπίτια και οχυρά, πολιορκούν μια πηγή. Την πηγή που δίνει το νερό στους Σουλιώτες. Αν καταλάβουν την πηγή, καταδικάζουν ολόκληρο το χωριό σε ασφυξία. Κι όμως, σε αυτό το κρισιμότερο σημείο, απέναντι σε 6000 άντρες, στέκονται δεκαοκτώ. Και επικεφαλής τους, ένας Σουλιώτης με καθαρό βλέμμα, με όνομα ήδη γνωστό αλλά όχι ακόμη μυθικό: ο Γεώργιος Δράκος.
Οι Οθωμανοί δεν έστησαν στρατόπεδο έξω από το Σούλι για να δώσουν μάχη, αλλά για να παραλάβουν αυτό που πίστευαν ότι ήδη είχαν κερδίσει. Τόσο σίγουροι ήταν για την αριθμητική τους υπεροχή και την εξάντληση των Σουλιωτών. Εξαπέλυσαν την επίθεσή τους στην πηγή με την πίστη ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να τη σώσει. Κι όμως, εκεί βρήκαν κάτι που δεν είχαν υπολογίσει: τη φωτιά της απελπισμένης γενναιότητας. Ο Δράκος και οι δεκαοκτώ του, χτυπούν και ξαναχτυπούν, δεν εγκαταλείπουν, πολεμούν με τέχνη και μανία, κάθε φορά απωθούν τον εχθρό πίσω στις θέσεις του. Ο χρόνος κυλάει εις βάρος των πολιορκητών. Και όταν φτάνει ο Νότης Μπότσαρης με ενισχύσεις, η πηγή είναι ακόμη ελληνική. Ο Δράκος δεν είχε υπερασπιστεί μόνο το νερό. Είχε υπερασπιστεί την ίδια την ιδέα ότι τίποτα δεν τελειώνει, όσο υπάρχουν άνθρωποι που στέκονται όρθιοι.
Ο Γεώργιος Δράκος δεν ήταν ένας τυχαίος καπετάνιος. Στο Σούλι γεννήθηκε, στην καρδιά της περηφάνειας και της αντίστασης. Η φλόγα του τον έσπρωξε να πολεμήσει σε κάθε κρίσιμο μέτωπο της Επανάστασης. Από τη μάχη των Πέντε Πηγαδιών, όπου με 300 άνδρες αντιμετώπισε τουρκικές δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες, έως την Ανατολική Ελλάδα, πλάι στον Καραϊσκάκη, ως αρχιστράτηγος στην πολιορκία των Σαλώνων και στις σκληρές συγκρούσεις του Διστόμου και της Πανάσσαρης. Δεν ήταν μόνο μαχητής. Ήταν στρατηγός. Ήξερε πότε να κρατήσει θέση και πότε να επιτεθεί. Ήξερε πότε ο θάνατος είναι νίκη και η υποχώρηση προδοσία.
Η πορεία του, όμως, είχε τραγική κατάληξη. Το 1827, βαριά τραυματισμένος και αιχμάλωτος του Κιουταχή, μεταφερόταν στη Χαλκίδα για ανάρρωση. Δεν έφτασε ποτέ. Οι φύλακες του, με διαταγή από ψηλά, τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Έπειτα είπαν ότι αυτοκτόνησε. Όπως τόσες φορές στην ελληνική ιστορία, ο ήρωας δεν πεθαίνει στη μάχη αλλά από δόλο. Όμως ο μύθος δεν πεθαίνει ποτέ. Η χήρα του, Σουσάνα, και τα παιδιά του, εγκαταστάθηκαν στη Ναύπακτο, κουβαλώντας όχι μόνο το όνομά του αλλά και τη μνήμη μιας πράξης που έγινε σύμβολο: δεκαοκτώ άντρες εναντίον έξι χιλιάδων, για μια πηγή.
Η μάχη αυτή δεν είναι μόνο μια στρατιωτική ιστορία. Είναι μια ιστορία υπέρβασης. Δεκαοκτώ άντρες, σε απόλυτη μειονεξία, όχι μόνο φυσική αλλά και στρατηγική, κρατούν μια θέση ζωτικής σημασίας απέναντι σε έναν πολυάριθμο, εκπαιδευμένο και αποφασισμένο εχθρό. Η νίκη τους δεν εξηγείται λογικά. Είναι η νίκη της θέλησης, της τεχνικής και της απόφασης να μην παραδοθείς, ακόμα κι αν οι αριθμοί λένε ότι όλα έχουν χαθεί. Ο Δράκος δεν έμεινε στην Ιστορία επειδή ηττήθηκε ένδοξα, αλλά επειδή νίκησε εκεί που δεν επιτρεπόταν ούτε η σκέψη της νίκης.