Μιλούσαν μόνο ελληνικά κάθε απόγευμα 6 με 8 για να μην ξεχάσουν την Ελλάδα
Μια άγνωστη πτυχή της ζωής των εξόριστων βασιλέων Όθωνα και Αμαλίας: κάθε απόγευμα, επί δύο ώρες, μιλούσαν μόνο ελληνικά για να μην ξεχάσουν ποτέ την Ελλάδα.
Όταν ο Όθωνας και η Αμαλία εκθρονίστηκαν και αναχώρησαν από την Ελλάδα με αγγλικό πολεμικό πλοίο, πήραν μαζί τους λίγες αποσκευές και πολλά απωθημένα. Έφυγαν χωρίς αντίσταση, συμβουλή των Μεγάλων Δυνάμεων, και εγκαταστάθηκαν στο Μόναχο, στη Νέα Κατοικία της Βαμβέργης. Δεν ξέχασαν ποτέ την Ελλάδα. Δεν ήθελαν να την ξεχάσουν.
Το ζευγάρι είχε δημιουργήσει γύρω του έναν μικρό κύκλο πιστών που δεν τους εγκατέλειψαν ποτέ. Ο Όθων συνέχισε να φορά φουστανέλα. Η Αμαλία διατήρησε τη στολή «Αμαλία», το ένδυμα που είχε εμπνευστεί για να δηλώσει την ταύτισή της με τις Ελληνίδες. Όλα αυτά ίσως να έμοιαζαν με θλιβερή αναπαράσταση ενός χαμένου θρόνου. Όμως για εκείνους ήταν μνήμη, καθήκον και τιμή.
Κάθε απόγευμα, ακριβώς στις 6, όλη η Αυλή τους –υπηρέτες, γραμματείς, ακόλουθοι, φίλοι– μιλούσε μόνο ελληνικά. Δεν επιτρεπόταν άλλη γλώσσα. Η «ελληνική ώρα» κρατούσε δύο ώρες, μέχρι τις 8. Δεν υπήρχε διακοπή, ούτε δικαιολογία. Δεν ήταν τελετουργία. Ήταν όρκος: να μην ξεχάσουν την πατρίδα που τους έδιωξε.
Ο Όθων φρόντιζε ο ίδιος για την καθημερινή χρήση της γλώσσας. Αγαπούσε τα ελληνικά όσο και την ιστορία. Ήταν ο ίδιος που, νέος ακόμη, είχε διαβάσει Παπαρηγόπουλο και ήθελε να δώσει σάρκα σε μια νέα Ελλάδα. Έκανε λάθη. Αλλά η γλώσσα ήταν το μόνο που κράτησε μέσα του άθικτο. Το μόνο που δεν πρόδωσε.
Αμαλία και Όθωνας πέθαναν στην εξορία, με την καρδιά στην Αθήνα. Το βράδυ πριν τον θάνατό της, η Αμαλία μίλησε ελληνικά. Έγραψε και την τελευταία της επιστολή στη γλώσσα που δεν ήταν μητρική της, αλλά είχε γίνει σπίτι. Η ίδια η Ελλάδα μπορεί να τους ξέχασε. Αυτοί, όμως, δεν την ξέχασαν ποτέ.