Ο Ιούλιος Βερν τον χαρακτήρισε Λεωνίδα της σύγχρονης Ελλάδας, στις 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα
Ο Ιούλιος Βερν τον αποκάλεσε Λεωνίδα της σύγχρονης Ελλάδας. Ο Βύρων τον τίμησε. Οι Ευρωπαίοι ποιητές τον υμνούσαν.
Όταν ο Ιούλιος Βερν έγραφε τις “20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα”, δεν φανταζόταν ότι μια αθόρυβη φράση στη σελίδα 227 του βιβλίου του θα γινόταν μια κρυφή γέφυρα ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ελληνική Ιστορία. Ο καπετάνιος Νέμο, μυστηριώδης ήρωας του υποβρυχίου “Ναυτίλος”, χαρακτηρίζει τον Μάρκο Μπότσαρη “Λεωνίδα της σύγχρονης Ελλάδος”. Δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι μια συνειδητή επιλογή του συγγραφέα, που ήθελε να τιμήσει την Ελλάδα του 1821 και, μέσα από ένα λογοτεχνικό έργο επιστημονικής φαντασίας, να ξυπνήσει τον θαυμασμό για τον μικρό, σιωπηλό αλλά ασυμβίβαστο πολεμιστή από το Σούλι.
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε γύρω στο 1790 στο Σούλι, μια κοινότητα ανυπότακτων στην Ήπειρο. Ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη, αρχηγού της φημισμένης φάρας των Σουλιωτών. Μεγάλωσε μέσα στην αναταραχή, τη δίψα για εκδίκηση και την ανάγκη για επιβίωση. Δεν ήταν απλώς μαχητής· ήταν η ενσάρκωση μιας παράδοσης αιώνων, όπου η αντίσταση δεν ήταν ιδεολογία αλλά τρόπος ζωής. Σε ηλικία μόλις 14 ετών εντάχθηκε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, και λίγα χρόνια αργότερα έγραψε το πρώτο ελληνοαλβανικό λεξικό, καταγράφοντας τη γλωσσική ιδιαιτερότητα της πατρίδας του.
Η ζωή του ήταν μια διαρκής ακροβασία ανάμεσα στην πολιτική και τη μάχη. Συνεργάστηκε προσωρινά με τον Αλή Πασά, με την ελπίδα να εξασφαλίσει την επιστροφή των Σουλιωτών στη γη τους. Πολέμησε εναντίον του όταν φάνηκε ότι οι υποσχέσεις ήταν κενές. Το 1820 ξεκίνησε μια αλυσίδα στρατιωτικών θριάμβων που τον έκαναν θρύλο. Ανέβηκε στο όρος Σατοβέτζα με 300 άντρες και επιτέθηκε κατά των σουλτανικών στρατευμάτων. Κατέλαβε το φρούριο των Βαριάδων, συνέτριψε χιλιάδες εχθρούς στους πρόποδες της Ηπείρου, και λίγο αργότερα συμμετείχε στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Ήταν πολεμιστής, όχι πολιτικός. Όταν του δόθηκε με βασιλικό διάταγμα ο τίτλος του στρατηγού, τον έσκισε μπροστά στους άλλους οπλαρχηγούς λέγοντας πως η αξία κατακτάται με το σπαθί, όχι με χαρτιά. Εκείνη η σκηνή δεν είναι ρομαντική επινόηση. Έχει καταγραφεί από αυτόπτες και αποτυπώνει έναν άνθρωπο που πολεμούσε για κάτι βαθύτερο: για τιμή, για πατρίδα, για αλήθεια.
Η τελευταία του πράξη έγινε στις 21 Αυγούστου 1823. Η μάχη στο Κεφαλόβρυσο ήταν μια νυχτερινή επιδρομή με 450 Σουλιώτες, όπου κατάφεραν να διαλύσουν την εμπροσθοφυλακή 15.000 Τουρκαλβανών. Μια σφαίρα τον βρήκε στο μάτι. Δεν φώναξε, δεν κλαψούρισε. Είπε μόνο: «Αδέλφια, με βάρεσαν». Πέθανε εκεί, στη λάσπη, με το όνομα του Σουλίου στο στόμα. Την επόμενη μέρα, οι σύντροφοί του μετέφεραν το σώμα του στο Μεσολόγγι. Αιχμάλωτοι, λάφυρα, σημαίες και όπλα προπορεύονταν στην πομπή. Ήταν κηδεία βασιλική, αλλά για έναν άντρα που δεν φορούσε στέμμα· μόνο φουστανέλα και μπαρουτόκαπνο.
Η μορφή του ταξίδεψε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Βύρων τον τίμησε, ο Βερν τον τοποθέτησε ανάμεσα στους αθάνατους ήρωες της παγκόσμιας φαντασίας, ο Βίκτωρ Ουγκώ τον ύμνησε με ποίηση, ο Fitz-Greene Halleck του αφιέρωσε ένα από τα γνωστότερα φιλελληνικά ποιήματα στην Αμερική. Και όταν το 1836 ο Νταβίντ ντ’ Ανζέρ φιλοτέχνησε τον τάφο του στο Μεσολόγγι, χάραξε επάνω του ένα επίγραμμα που δεν έλεγε “ήρωας”, “στρατηγός”, “αρχηγός”. Απλώς “Μάρκος Μπότσαρης”.
Αυτός ήταν ο άντρας που ο Βερν αποκάλεσε Λεωνίδα της σύγχρονης Ελλάδας. Όχι επειδή θυσιάστηκε· χιλιάδες το έκαναν. Αλλά γιατί ήξερε να πεθαίνει χωρίς να υπολογίζει τίποτα – ούτε τιμές, ούτε δόξα, ούτε όνομα. Και η ιστορία, σε πείσμα όλων, δεν τον ξέχασε.