Ο μεγάλος τραγουδιστής που πήρε Γκράμυ, σπίτι στην Ύδρα και έγινε βουδιστής μοναχός
Από τον κόσμο της μουσικής και του Γκράμυ, στο λιτό του σπίτι στην Ύδρα και την απομόνωση σε βουδιστικό μοναστήρι
Στη δεκαετία του 1960, ένα πρόσωπο με μαύρο κοστούμι, ήσυχη φωνή και βλέμμα γεμάτο στοχασμό εμφανίστηκε στη διεθνή μουσική σκηνή με έναν τρόπο διαφορετικό. Ο Λέοναρντ Κοέν δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους. Δεν ήταν ποπ είδωλο, δεν ήταν ροκ σταρ, ήταν ποιητής με κιθάρα, φιλόσοφος της μοναξιάς, καλλιτέχνης που τραγουδούσε σιγανά, σαν να ψιθύριζε μυστικά σε όσους μπορούσαν να τον ακούσουν πραγματικά. Πριν κερδίσει διεθνή αναγνώριση με τραγούδια όπως το “Suzanne”, το “Bird on the Wire” ή το “Hallelujah”, είχε ήδη γράψει ποιήματα και μυθιστορήματα. Αλλά η μουσική ήταν αυτή που τον έκανε γνωστό παγκοσμίως.
Η ζωή του Κοέν ήταν γεμάτη αντιθέσεις. Γεννημένος στο Μόντρεαλ σε εβραϊκή οικογένεια, εκπαιδεύτηκε σε καλές σχολές, ταξίδεψε νωρίς στην Ευρώπη, εγκαταστάθηκε στην Ύδρα της Ελλάδας και από εκεί, μέσα σε ένα άσπρο πέτρινο σπίτι με μπλε παντζούρια, έγραψε μερικά από τα πιο μελαγχολικά και συγκινητικά κομμάτια της σύγχρονης μουσικής. Η Ύδρα δεν ήταν τουριστικός παράδεισος τότε. Ήταν ένα σχεδόν ξεχασμένο νησί, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς τρελές ταχύτητες. Ήταν το τέλειο καταφύγιο για έναν καλλιτέχνη που ήθελε να αποσυρθεί από τον θόρυβο και να κοιτάξει μέσα του. Εκεί γνώρισε τη Νορβηγίδα Μάριάν Ιλέν, την πρώτη μεγάλη αγάπη της ζωής του, και της έγραψε το εμβληματικό τραγούδι “So Long, Marianne”.
Η επιτυχία όμως δεν άλλαξε τον Κοέν. Παρά τα χρήματα, τις διακρίσεις και το Γκράμυ για τη συνολική του προσφορά, εκείνος συνέχισε να ζει λιτά, ακόμα και φτωχικά. Έμεινε χρόνια μακριά από τα φώτα, μέχρι που ένα οικονομικό σκάνδαλο τον ανάγκασε να επιστρέψει στη σκηνή. Ο πρώην μάνατζέρ του είχε καταχραστεί την περιουσία του και ο Κοέν, στα εβδομήντα του, ξεκίνησε περιοδείες σε όλο τον κόσμο για να αποκαταστήσει τα οικονομικά του. Ήταν αυτές οι συναυλίες που του χάρισαν νέα γενιά θαυμαστών και τον ανέβασαν ξανά στην κορυφή, αυτή τη φορά όχι ως νεανικό ίνδαλμα, αλλά ως σοφός παππούς που τραγουδούσε αργά και βαθιά.
Ο Λέοναρντ Κοέν δεν βρήκε ποτέ τον εαυτό του σε μια ταυτότητα. Ήταν εβραίος, αλλά μελετούσε χριστιανική μυστικιστική γραμματεία. Ήταν ποιητής, αλλά τραγουδούσε. Ήταν επιτυχημένος, αλλά έψαχνε πάντα την απομόνωση. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αποσύρθηκε για πέντε χρόνια σε μοναστήρι βουδιστικό στη Νότια Καλιφόρνια, στο όρος Μπάλντι. Εκεί, έγινε βουδιστής μοναχός, πήρε το όνομα Jikan, που σημαίνει «η σιωπή». Έζησε με αυστηρό πρόγραμμα, προσευχή, διαλογισμό και δουλειά. Για εκείνον, αυτό δεν ήταν φυγή. Ήταν η μόνη του διέξοδος από την κατάθλιψη και την υπαρξιακή κόπωση.
Και όμως, ούτε αυτό το στάδιο ήταν τελικό. Όταν επέστρεψε στην κοσμική ζωή, ήταν πιο ήρεμος, πιο φιλοσοφημένος, πιο σίγουρος για το σκοπό του. Κυκλοφόρησε νέα άλμπουμ, τα οποία αποθεώθηκαν. Η φωνή του είχε βαθύνει, οι στίχοι του είχαν γίνει ακόμα πιο απογυμνωμένοι. Έμοιαζαν σαν ευαγγέλια για έναν κόσμο που προσπαθούσε να βρει νόημα μέσα στο χάος. Ο Κοέν δεν δίδαξε ποτέ από καθέδρας. Απλώς τραγουδούσε την αλήθεια του. Και αυτό αρκούσε.
Η Ύδρα έμεινε για πάντα το καταφύγιό του. Εκεί επέστρεφε όταν ήθελε να γράψει, να ηρεμήσει, να κοιτάξει το πέλαγος. Το σπίτι του στην Ύδρα, χωρίς ηλεκτρικές συσκευές, χωρίς πολυτέλειες, είναι πια σχεδόν θρυλικό. Σαν φάντασμα, η φιγούρα του Λέοναρντ Κοέν περιφέρεται ακόμα στα στενά, στην προβλήτα, στα καφενεία. Δεν ήταν ποτέ επισκέπτης. Ήταν μέρος του τόπου. Οι ντόπιοι τον θυμούνται με αγάπη, όχι γιατί ήταν διάσημος, αλλά γιατί ήταν σεμνός.
Ο Λέοναρντ Κοέν έζησε μια ζωή ανάμεσα στη μουσική, την ποίηση, τη σιωπή και τη σοφία. Δεν κυνήγησε ποτέ τη δόξα και γι’ αυτό τον κυνήγησε εκείνη. Δεν φώναξε ποτέ και γι’ αυτό τον άκουσαν όλοι. Από την Ύδρα μέχρι το Λος Άντζελες, από τον εβραϊσμό μέχρι τον Ζεν βουδισμό, από το Γκράμυ μέχρι το μοναστήρι, η ζωή του ήταν ένα τραγούδι αργό, σκοτεινό και γεμάτο αλήθεια.