Ο σπουδαίος ήρωας του 1821 που του έδωσαν άδεια να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή στον Πειραιά
Πολέμησε για την ελευθερία, δεν ζήτησε τίποτα και πέθανε με μια άδεια επαιτείας στα χέρια.
Ήταν από τους καθαρότερους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο επονομαζόμενος Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, πολέμησε χωρίς να ζητήσει ποτέ τίποτα. Δεν λεηλάτησε, δεν εκμεταλλεύτηκε τη δόξα του, δεν ακολούθησε τη μαύρη διαδρομή των πολιτικών ισορροπιών που ακολούθησαν την Επανάσταση. Ήταν μονάχα στρατιώτης. Μονάχα παρών. Μονάχα τίμιος. Και αυτή του η ακεραιότητα ήταν που τον οδήγησε, δεκαετίες αργότερα, να στέκεται τυφλός και άρρωστος έξω από μια εκκλησία στον Πειραιά, κρατώντας άδεια επαιτείας που του είχε δώσει το ίδιο το ελληνικό κράτος για να μπορεί «νόμιμα» να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή.
Ο άνθρωπος που έσπασε τρία σπαθιά στη μάχη των Δερβενακίων, που καθάρισε με το σπαθί του δεκάδες Τούρκους στον Άγιο Σώστη, που κράτησε τη γραμμή της Επανάστασης όταν άλλοι αποχωρούσαν, έζησε τα τελευταία του χρόνια σχεδόν ξεχασμένος. Ήταν αυτός που δεν υποτάχθηκε, που δεν έγλειψε κανέναν, που δεν έγινε μέλος κομμάτων για να κερδίσει αξιώματα. Γι’ αυτό και δεν τον συγχώρεσαν ποτέ.
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, αντί να τιμηθεί, φυλακίστηκε. Φοβόντουσαν τη φωνή του. Την καθαρότητά του. Την επιρροή του στον λαό. Έτσι, του φόρτωσαν συνομωσίες, τον φυλάκισαν στην Αίγινα, και όταν πια αφέθηκε ελεύθερος, ήταν ήδη σχεδόν τυφλός, φτωχός και βαριά άρρωστος. Δεν του δόθηκε σύνταξη τότε. Ούτε γη. Ούτε κάποια φροντίδα. Του έδωσαν κάτι χειρότερο: του επέτρεψαν να ζητιανεύει. Του έδωσαν επίσημη άδεια να κάθεται έξω από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά, κάθε Παρασκευή, για να απλώνει το χέρι.
Η εικόνα είναι εξευτελιστική. Όχι για τον Νικηταρά — για την Ελλάδα. Για τη νεότερη Ελλάδα που γεννήθηκε από αίμα και θυσία, κι όμως ξέχασε τους πιο καθαρούς της πολεμιστές. Περνούσαν οι πολίτες από μπροστά του και κάποιοι δεν ήξεραν καν ποιος ήταν. Άλλοι τον αναγνώριζαν και δάκρυζαν. Ο “Τουρκοφάγος”, με το σπαθί που είχε γίνει θρύλος, τώρα μετρούσε κέρματα με ακρωτηριασμένη όραση. Δεν παραπονέθηκε. Δεν ούρλιαξε. Αλλά η σιωπή του έπνιγε.
Η Ελλάδα του Όθωνα, η Ελλάδα των παλατιών και των ξενόφερτων βασιλέων, τον ήθελε στο περιθώριο. Τον θυμήθηκαν αργά. Του έδωσαν έναν βαθμό και μια σύνταξη λίγο πριν πεθάνει, όταν η οργή του λαού μεγάλωνε. Μα ως τότε, ο Νικηταράς είχε ήδη πληρώσει το τίμημα της εντιμότητάς του. Πέθανε φτωχός, πικραμένος, αλλά όχι λυγισμένος. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στον θείο του, τον Κολοκοτρώνη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Εκεί αναπαύεται, χωρίς πλούτη, χωρίς τιμές, αλλά με τη συνείδησή του καθαρή όπως και η πατρίδα που ονειρεύτηκε — και που ποτέ δεν ήρθε.