Ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και δεν θα την έπαιρνε πίσω. Η συγκλονιστική απολογία του Κολοκοτρώνη
Ο Κολοκοτρώνης στην πιο ανθρώπινη στιγμή του
Όταν το 1834 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, η Ελλάδα είχε προλάβει να μεταμορφωθεί από επαναστατημένο έθνος σε κρατική οντότητα, και ο ίδιος ο “Γέρος του Μοριά”, αντί να δοξάζεται, βρισκόταν αντιμέτωπος με κατηγορίες εσχάτης προδοσίας. Η δίκη του, που κατέληξε σε θανατική καταδίκη πριν δοθεί βασιλική χάρη, δεν ήταν μόνο πολιτικό γεγονός αλλά και ιστορική ρωγμή. Το απόσπασμα της απολογίας του, το οποίο κατέγραψε ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης, αποτελεί ένα από τα πιο συγκλονιστικά δείγματα προσωπικής πίστης, πατριωτισμού και αντοχής απέναντι στην αχαριστία της εξουσίας.
Με ήρεμη φωνή και σπασμένο κομπολόι στο χέρι, ο στρατηγός απάντησε στην ερώτηση του δικαστηρίου για το επάγγελμά του: «Στρατιωτικός. Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο και πολεμώ για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή…». Και τότε είπε τη φράση που έμελλε να μείνει ιστορική: «Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω». Στην απολογία του δεν υπήρξε πικρία. Υπήρξε μόνο πίστη, καθαρότητα σκοπού και βεβαιότητα ότι αυτός και οι νεκροί του αγώνα δεν πολέμησαν μάταια.
Ο Κολοκοτρώνης ήταν τότε ήδη σύμβολο. Όχι μόνο για τις νίκες του στα Δερβενάκια ή στην Τριπολιτσά, αλλά για το ότι ενσάρκωνε την Ελλάδα που προσπαθούσε να σταθεί όρθια στα ερείπια της σκλαβιάς και της εμφύλιας διχόνοιας. Το να τον δικάζει ένα δικαστήριο, επιβαλλόμενο από την Αντιβασιλεία των Βαυαρών, δεν ήταν απλώς άδικο. Ήταν κάτι που ο λαός ένιωσε ως προσβολή στο συλλογικό του πρόσωπο. Δεν ήταν τυχαίο ότι λίγα χρόνια αργότερα, με την ενηλικίωση του Όθωνα, του απονεμήθηκε χάρη. Η κοινωνική πίεση ήταν τεράστια.
Η απολογία του δεν περιέχει πολιτικούς όρους ή στρατηγικές. Περιέχει εικόνες. Τα παιδιά του να ξεψυχούν μπροστά του. Οι αδελφοί του να βασανίζονται. Ο ίδιος να πολεμά στο βουνό, μες στην πείνα και την υγρασία, χωρίς εγγύηση ότι θα ζήσει. Το να τον κατηγορούν μετά από όλα αυτά, ήταν για εκείνον κάτι που υπερέβαινε την ανθρώπινη λογική. Γι’ αυτό, αντί να αμυνθεί με νομικά επιχειρήματα, κατέθεσε τον εαυτό του ολόκληρο. Ένα σώμα και μια ψυχή που ανήκαν εξ ολοκλήρου στο έθνος.
Ο Κολοκοτρώνης δεν χρησιμοποίησε ποτέ μεγαλοστομίες. Η γλώσσα του ήταν απλή, γήινη, αλλά βαθιά. «Κύριε ελέησον», είπε όταν άκουσε τη θανατική ποινή. Και μετά κάθισε ήρεμος, κάπνισε τον καπνό του και χαμογέλασε. Είχε δει τόσους θανάτους, είχε ξεγελάσει τόσες παγίδες, που ίσως και να μην πίστευε ότι θα ήταν η τελευταία του μέρα. Και τελικά δεν ήταν. Τρεις μέρες μετά, η κατακραυγή του κόσμου οδήγησε στη μετατροπή της ποινής σε φυλάκιση.
Εκείνη η απολογία, ειπωμένη χωρίς να διαβαστεί, χωρίς σημειώσεις, χωρίς υπερασπιστή, ήταν η καθαρότερη μορφή λαϊκής ιστορίας. Δεν έγινε για να γραφτεί σε βιβλίο. Έγινε γιατί δεν μπορούσε να μην ειπωθεί. Και έμεινε γιατί η αλήθεια της ξεπερνά τις εποχές. Το παιδί από το Λιμποβίσι, ο κλέφτης, ο κουρσάρος, ο αρχιστράτηγος, ο κρατούμενος και τελικά ο ήρωας, δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει πως η λευτεριά της πατρίδας είχε την υπογραφή του Θεού. Και η πίστη του αυτή, ακόμη κι αν δεν έσωσε τότε τον ίδιο, κράτησε ζωντανή την ιδέα του ελεύθερου Έλληνα για τις επόμενες γενιές.