Όταν τα Ελληνικά ήταν lingua franca. Τι σημαίνει lingua franca;
Η ελληνική γλώσσα, ως lingua franca, αναδείχθηκε κυρίως μετά τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Η χρήση της ελληνικής γλώσσας ως lingua franca, δηλαδή ως κοινής γλώσσας επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών λαών, ήταν ένα φαινόμενο που αναπτύχθηκε κυρίως μετά τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, η ελληνική γλώσσα κατέστη κυρίαρχη σε μεγάλο μέρος της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής, αντικαθιστώντας άλλες τοπικές γλώσσες, καθώς ο ελληνικός πολιτισμός εξαπλώθηκε σε όλες αυτές τις περιοχές.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, με τις κατακτήσεις του, δημιούργησε ένα τεράστιο κράτος που εκτεινόταν από την Ελλάδα μέχρι την Ινδία, το οποίο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας. Πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο και η Σελεύκεια στη Συρία έγιναν κέντρα ελληνικού πολιτισμού και εκπαίδευσης, όπου οι άνθρωποι όλων των εθνοτήτων μάθαιναν τα ελληνικά για εμπορικούς και διοικητικούς λόγους.
Η ελληνική γλώσσα δεν ήταν μόνο η γλώσσα των κυβερνητών και των στρατηγών, αλλά και το μέσο επικοινωνίας για τη διανόηση, την επιστήμη και τις τέχνες. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι γράφονταν και δίδασκαν στα ελληνικά. Το γεγονός ότι η γλώσσα αυτή αποτελούσε γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, ενίσχυσε την έννοια της lingua franca, που συμβόλιζε την κοινή γλώσσα που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες.
Επιπλέον, η ελληνική συνεχίζει να διαδραματίζει ρόλο σε θρησκευτικά και πολιτικά ζητήματα, ιδίως στην Ανατολή, όπου χρησιμοποιούνταν για τη μετάδοση των διδασκαλιών του Χριστιανισμού και άλλων φιλοσοφικών και θρησκευτικών ρευμάτων.
Αυτό το φαινόμενο της ελληνικής ως lingua franca επέτρεψε τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και την ενίσχυση των διαπολιτισμικών σχέσεων, κάτι που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική και κοινωνική δυναμική της περιοχής για αιώνες.