Ποιό ήταν το λιμάνι της Αθήνας πριν γινει ο Πειραιάς το λιμάνι της;
το πρώτο λιμάνι της Αθήνας πριν μεταφερθεί η ναυτική δύναμη στον Πειραιά
Πριν ακόμα ο Πειραιάς γίνει το μεγάλο λιμάνι που σήμερα γνωρίζουμε, η Αθήνα είχε στραμμένο το βλέμμα της προς μια άλλη ακτογραμμή. Το αρχαίο Φάληρο, μια ήσυχη σήμερα περιοχή των νοτίων προαστίων, υπήρξε για αιώνες η βασική θαλάσσια πύλη της πόλης. Εκεί έδεναν τα εμπορικά πλοία, εκεί φορτώνονταν και ξεφορτώνονταν αγαθά, και εκεί πρωτοήχησαν οι κραυγές των θαλασσοπόρων που έφερναν νέα από άλλες πόλεις και λιμάνια του τότε γνωστού κόσμου. Η θέση του ήταν φυσικά ευνοϊκή: κοντά στην Αθήνα, με ήρεμα νερά και εύκολη πρόσβαση.
Όμως, καθώς η Αθήνα άρχισε να αναπτύσσεται οικονομικά και πολιτικά, το Φάληρο δεν μπορούσε πια να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της. Ο Θεμιστοκλής, ένας από τους πιο διορατικούς ηγέτες της πόλης, αντιλήφθηκε ότι η χερσόνησος του Πειραιά πρόσφερε ασύγκριτα στρατηγικά πλεονεκτήματα. Δεν ήταν μόνο η φυσική της οχύρωση που εντυπωσίαζε, αλλά και το γεγονός ότι διέθετε τρία ξεχωριστά και βαθιά φυσικά λιμάνια: τον Κάνθαρο, τη Ζέα και τη Μουνιχία. Ο συνδυασμός αυτών των λιμανιών μπορούσε να μετατρέψει την Αθήνα από εμπορική πόλη σε θαλάσσια υπερδύναμη.
Η απόφαση να μεταφερθεί το επίνειο από το Φάληρο στον Πειραιά πάρθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και σήμανε την απαρχή μιας νέας εποχής. Οι Αθηναίοι ξεκίνησαν ένα κολοσσιαίο έργο οχύρωσης και οικοδόμησης, μετατρέποντας τον Πειραιά σε μια οργανωμένη και καλοσχεδιασμένη πόλη, με ειδικά διαμορφωμένες αποβάθρες, αποθήκες και ναυπηγεία. Οι Μακρές Τείχη ένωσαν την Αθήνα με το νέο της λιμάνι, εξασφαλίζοντας συνεχή και ασφαλή επικοινωνία με τη θάλασσα, ακόμα και σε περίπτωση πολιορκίας.
Από την εποχή εκείνη και μετά, ο Πειραιάς δεν ήταν απλώς το λιμάνι της Αθήνας· ήταν το σύμβολο της ναυτικής της ισχύος. Όμως το Φάληρο, παρά την υποβάθμισή του, δεν ξεχάστηκε ποτέ. Οι μνήμες των πρώτων πλόων, των εμπόρων και των ταξιδιών παρέμειναν ζωντανές στους ποιητές, στους περιηγητές και στους χάρτες, σαν μια παλιά είσοδος της Αθήνας που κάποτε έβλεπε τον κόσμο να έρχεται και να φεύγει.