Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στην επανάσταση και πάντα έβγαινε νικητής. Γλίτωσε από τους Τούρκους αλλά τον σκότωσε ένας συγχωριανός του για προσωπικές διαφορές
Ο Νικόλαος Γκιουλέκας γεννήθηκε στο Επταχώρι της Καστοριάς, σε μια εποχή που η Μακεδονία βρισκόταν ακόμη βαθιά μέσα στον οθωμανικό ζυγό. Οι πληροφορίες για τα πρώτα του χρόνια είναι ελάχιστες, αλλά η φήμη του άρχισε να διαδίδεται αμέσως μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γνωστός και με τα ονόματα Γκολέτσης ή Βουρβουτσιώτης, ηγήθηκε...
Ο Νικόλαος Γκιουλέκας γεννήθηκε στο Επταχώρι της Καστοριάς, σε μια εποχή που η Μακεδονία βρισκόταν ακόμη βαθιά μέσα στον οθωμανικό ζυγό. Οι πληροφορίες για τα πρώτα του χρόνια είναι ελάχιστες, αλλά η φήμη του άρχισε να διαδίδεται αμέσως μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γνωστός και με τα ονόματα Γκολέτσης ή Βουρβουτσιώτης, ηγήθηκε ομάδας ενόπλων από το χωριό του και εντάχθηκε γρήγορα στα σημαντικότερα μέτωπα του Αγώνα.
Στην αρχή πολέμησε στη Μακεδονία, αλλά όταν οι εστίες αντίστασης στον Βορρά καταπνίγηκαν, κινήθηκε προς τη Νότια Ελλάδα. Εκεί βρέθηκε στο πλευρό δύο από τις πιο εμβληματικές μορφές της Επανάστασης: τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Μάρκο Μπότσαρη. Στην πορεία, όμως, εκείνος που επηρέασε βαθύτερα τη στρατιωτική του πορεία ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, με τον οποίο πολέμησε σχεδόν αδιάκοπα μέχρι το τέλος των μεγάλων μαχών.
Ο Γκιουλέκας συμμετείχε σε δεκάδες συγκρούσεις, με αποκορύφωμα τη μάχη της Αράχωβας, όπου οι δυνάμεις του Καραϊσκάκη κατάφεραν ένα ισχυρό πλήγμα στους Οθωμανούς. Ήταν τόσο αποτελεσματικός που προήχθη στον βαθμό του χιλίαρχου, με δικό του σώμα, αποτελούμενο κυρίως από Μακεδόνες αγωνιστές. Ο ίδιος ήταν πάντοτε στην πρώτη γραμμή, όχι μόνο ως στρατιωτικός αλλά και ως παραδειγματικός ηγέτης που μοιραζόταν την πείνα, τη δίψα και τον κίνδυνο με τους άντρες του.
Μετά την Επανάσταση, ο Νικόλαος Γκιουλέκας γύρισε στο Επταχώρι. Δεν διεκδίκησε αξιώματα, ούτε μπήκε στην πολιτική. Προτίμησε να επιστρέψει στον οικογενειακό του μύλο, να ζήσει ήσυχα, κρατώντας όμως ως ιερά κειμήλια δύο σπαθιά με την υπογραφή του Καραϊσκάκη. Ήταν για τον ίδιο απόδειξη μιας ζωής αφιερωμένης στον αγώνα για την ελευθερία, μιας ζωής γεμάτης αίμα, αντοχή και πίστη.
Κι όμως, αυτή η ήρεμη επιστροφή δεν κράτησε πολύ. Παρά τη δόξα του, παρά τις πληγές του πολέμου, ο Γκιουλέκας δεν γλίτωσε από την πιο αρχέγονη και ανθρώπινη απειλή: την τοπική έχθρα. Ένας συγχωριανός του, με τον οποίο υπήρχε μακρόχρονη και προσωπική διένεξη –κάποιοι λένε για κτηματικές διαφορές, άλλοι για ξεχασμένα χρέη τιμής ή εκδίκησης– τον πυροβόλησε θανάσιμα. Ο ήρωας του ’21, που είχε ξεφύγει από τις παγίδες των Τούρκων, έπεσε νεκρός από ελληνικό χέρι μέσα στο ίδιο του το χωριό.
Η ιστορία του Νικόλαου Γκιουλέκα είναι από τις λιγότερο γνωστές αλλά ίσως και από τις πιο τραγικά ανθρώπινες. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που επέζησε από τα πεδία των μαχών, μόνο και μόνο για να πέσει θύμα των μικρών, σχεδόν ασήμαντων συγκρούσεων που στοιχειώνουν κάθε κοινότητα. Ο θάνατός του δεν ήταν αποτέλεσμα ιστορίας. Ήταν αποτέλεσμα μνησικακίας.