Πλήρωσε μόνος του για να γυρίσει την ταινία γιατί η νυφίτσα το Χόλιγουντ δεν ήθελε να τα βάλει με τη Γερμανία
Ο Τσάπλιν δεν φοβήθηκε να τα βάλει με τον Χίτλερ. Το Χόλιγουντ όμως, φοβήθηκε
Το 1940, ενώ η Ευρώπη καιγόταν από τις φλόγες του ναζισμού και η Αμερική σφύριζε αδιάφορα, ένας κοντός άντρας με μουστάκι και καπέλο αποφάσισε να χτυπήσει τον Χίτλερ με το πιο ισχυρό όπλο που διέθετε: τη σάτιρα. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο παγκόσμιος βασιλιάς του βωβού κινηματογράφου, αποφασίζει να χρηματοδοτήσει μόνος του το πιο επικίνδυνο και θαρραλέο πρότζεκτ της καριέρας του. Η ταινία “Ο Μεγάλος Δικτάτωρ” δεν ήταν απλώς μια κωμωδία, ήταν ένας ευθύβολος, μετωπικός και θανάσιμα ακριβής χλευασμός του ναζιστικού καθεστώτος, σε μια εποχή που κανείς άλλος στο Χόλιγουντ δεν ήθελε να κάνει το παραμικρό που θα μπορούσε να ενοχλήσει τον Χίτλερ.
Τα στούντιο της εποχής είχαν ήδη βαθιές οικονομικές σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία. Η ΜGM, η Paramount και η 20th Century Fox διατηρούσαν παραρτήματα στο Βερολίνο, λογόκριναν ακόμα και τις αφίσες τους, και προσπαθούσαν να αποφύγουν οποιαδήποτε αναφορά που θα μπορούσε να εξοργίσει το καθεστώς. Επικράτησε ο φόβος, το χρήμα και η διπλωματία της σιωπής. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Τσάπλιν, με προσωπικά του χρήματα, στήνει ένα κινηματογραφικό σκηνικό όπου υποδύεται δύο ρόλους: έναν Εβραίο κουρέα που καταδιώκεται και έναν καραγκιοζο-Χίτλερ που κυβερνά με υστερία και βλακεία. Η ταινία όχι μόνο σατίριζε τον Φύρερ, αλλά γελοιοποιούσε και τις ίδιες τις δομές του φασισμού, σε μια εποχή που οι περισσότεροι ακόμα έκαναν πως δεν βλέπουν.
Το στοίχημα ήταν τεράστιο. Το 1939 ο Χίτλερ είχε ήδη κατακτήσει την Πολωνία και τρομοκρατούσε όλη την Ευρώπη. Ο Τσάπλιν ήξερε πως θα μπορούσε να καταστρέψει την καριέρα του. Αμερικάνοι πολιτικοί τον προειδοποιούσαν. Ο αμερικανικός τύπος ήταν διχασμένος. Και όμως, εκείνος προχώρησε. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν λίγους μήνες πριν η Αμερική μπει στον πόλεμο. Το σενάριο άλλαξε δεκάδες φορές και πολλοί από τους συνεργάτες του ανησυχούσαν ότι το αποτέλεσμα θα εξόργιζε όχι μόνο τους Ναζί αλλά και το κοινό.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια από τις πιο εμβληματικές στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η σκηνή με την ομιλία στο τέλος της ταινίας, όπου ο κουρέας-σωσίας του Χίνκελ καλεί την ανθρωπότητα να ενωθεί και να πολεμήσει το μίσος με την καλοσύνη, είναι μία από τις πιο δυνατές κινηματογραφικές ρητορικές όλων των εποχών. Δεν ήταν ένας χαρακτήρας που μιλούσε. Ήταν ο ίδιος ο Τσάπλιν, χωρίς μάσκα, χωρίς γκριμάτσες, χωρίς κωμωδία, να απευθύνεται στον κόσμο με αγωνία.
Ο Χίτλερ, λένε, παρακολούθησε την ταινία δύο φορές. Κανείς δεν ξέρει την αντίδρασή του, όμως το γεγονός ότι επέτρεψε την προβολή της σε ιδιωτική αίθουσα, δείχνει πως ακόμα και ο μεγαλύτερος δικτάτορας του 20ού αιώνα δεν μπορούσε να αγνοήσει το θράσος του μικρού Βρετανού κωμικού.
Η ταινία απαγορεύτηκε σχεδόν παντού στην κατεχόμενη Ευρώπη. Στη Γαλλία, οι Γερμανοί την έβγαλαν από κάθε κινηματογράφο. Στην Ισπανία του Φράνκο θεωρήθηκε επικίνδυνη. Στην Ιταλία, ο Μουσολίνι εξοργίστηκε όταν έμαθε πως η γελοιοποίηση του “Μπατσεμόρνι” χαρακτήρα του ήταν εμπνευσμένη από τον ίδιο. Ο Τσάπλιν μπήκε αργότερα στο στόχαστρο και του μακαρθισμού, όχι για την ταινία, αλλά για τη συνολική του στάση ζωής και την άρνησή του να συμμορφωθεί με τις “πατριωτικές” νόρμες.
Το “The Great Dictator” ήταν μια από τις πρώτες ηχηρές πολιτικές δηλώσεις στον χώρο του σινεμά. Και το γεγονός ότι έγινε χωρίς την υποστήριξη των μεγάλων στούντιο, με χρηματοδότηση αποκλειστικά από τον ίδιο τον Τσάπλιν, λέει πολλά. Δεν ήταν απλώς μια αντιναζιστική ταινία. Ήταν μια δήλωση ελευθερίας, σαρκασμού και ανθρωπιάς, απέναντι σε μια εποχή που βουτούσε όλο και πιο βαθιά στο σκοτάδι.
Η ταινία απέσπασε υποψηφιότητες για Όσκαρ, σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία και έκτοτε θεωρείται ένα από τα πιο σπουδαία έργα της κινηματογραφικής ιστορίας. Μα πάνω απ’ όλα, ήταν ένα μάθημα: πως ένας μόνος άνθρωπος, με χιούμορ, θάρρος και ευθύτητα, μπορεί να τα βάλει με αυτοκρατορίες ολόκληρες, ακόμα κι αν οι υπόλοιποι σωπαίνουν για να μην ενοχλήσουν τους ισχυρούς.