Πως γίνεται οι άνθρωποι να έκαιγαν χρήματα για να κάνουν οικονομία; Κι όμως έτσι τους έβγαινε πιο φτηνά
Όταν το χρήμα έχασε κάθε νόημα, η λογική αντιστράφηκε. Στη Γερμανία του 1923, οι άνθρωποι έβαζαν φωτιά στα χαρτονομίσματα
Η εικόνα ενός ανθρώπου να ρίχνει χαρτονομίσματα στο τζάκι για να ζεσταθεί, αντί να τα φυλάξει ή να τα ξοδέψει, μοιάζει σήμερα αδιανόητη. Και όμως, στη Γερμανία του 1923, η πράξη αυτή ήταν όχι μόνο πραγματικότητα αλλά και μια λογική επιλογή. Η χώρα βυθιζόταν τότε στη χειρότερη ίσως περίοδο υπερπληθωρισμού στην παγκόσμια ιστορία, και η αξία του χρήματος έλιωνε ταχύτερα από το ίδιο το χαρτί του.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, γεννημένη μέσα από την ήττα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και το βάρος των επανορθώσεων, έμπαινε στη δεκαετία του 1920 κουβαλώντας μια οικονομία διαλυμένη. Οι αποζημιώσεις που επιβλήθηκαν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών πίεζαν αφόρητα τα κρατικά ταμεία. Η κεντρική τράπεζα, αντί να αυξήσει φόρους ή να μειώσει έξοδα, επέλεξε τον δρόμο της συνεχούς εκτύπωσης χρήματος. Έτσι, το μάρκο υποτιμήθηκε με απίστευτη ταχύτητα. Οι τιμές των βασικών αγαθών δεν άλλαζαν πια ανά εβδομάδα ή ανά ημέρα, αλλά κυριολεκτικά ανά δύο ώρες. Μέχρι το φθινόπωρο του 1923, οι τιμές διπλασιάζονταν κάθε 48 ώρες.
Ο μισθός μιας εβδομάδας μπορούσε να χάσει την αξία του πριν φτάσει ο εργαζόμενος στο σπίτι του. Οι άνθρωποι κουβαλούσαν χαρτονομίσματα σε τσουβάλια και καρότσια. Οι φούρνοι πουλούσαν το ψωμί με βάση το κιλό των χρημάτων και όχι με την ονομαστική τους αξία. Σε αυτή τη νέα, παρανοϊκή οικονομία, το χρήμα έπαψε να έχει σημασία ως ανταλλακτική αξία και μετατράπηκε σε κάτι εντελώς διαφορετικό: υλικό.
Το χαρτονόμισμα του ενός εκατομμυρίου μάρκων είχε λιγότερη αξία από το ίδιο το χαρτί στο οποίο ήταν τυπωμένο. Οι πολίτες ανακάλυψαν ότι ήταν πιο οικονομικό να καίνε χρήματα για να ζεσταθούν, παρά να αγοράζουν ξύλα ή κάρβουνο. Η θερμική ενέργεια που παρήγαν τα χαρτονομίσματα ήταν φτηνότερη. Ο παραλογισμός έφτασε σε σημείο να κατασκευάζονται χαρτοπόλεμοι, παιχνίδια, ακόμα και παιδικά τουβλάκια από χρήματα. Ένα προϊόν που άλλοτε συμβόλιζε εξουσία, εμπιστοσύνη και δύναμη, είχε μετατραπεί σε άχρηστο απόβλητο.
Οι εικόνες εκείνης της εποχής δεν ανήκουν στη σφαίρα του συμβολισμού αλλά της σκληρής πραγματικότητας. Ένα παιδί να παίζει με πυργάκια από χαρτονομίσματα. Ένας άντρας να ανάβει την πίπα του με ένα δεσμίδα. Μια γυναίκα να ράβει φόρεμα από κομμένα μάρκα, γιατί το ύφασμα κόστιζε περισσότερο. Η αξία είχε διαλυθεί. Η καθημερινότητα απαιτούσε επινοητικότητα και κυνισμό. Το χρήμα δεν ήταν πια εμπόρευμα αλλά βάρος.
Το φαινόμενο του γερμανικού υπερπληθωρισμού του 1923 δεν έμεινε μόνο στη σφαίρα του οικονομικού παραλογισμού. Άφησε βαθύ ψυχολογικό τραύμα στον πληθυσμό, δημιούργησε μια γενιά που έμαθε να μην εμπιστεύεται το κράτος και το τραπεζικό σύστημα, και άνοιξε τον δρόμο για πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Η κοινωνική αποσύνθεση που έφερε η εξαφάνιση της αξίας του χρήματος καλλιέργησε το έδαφος για την άνοδο ακραίων ιδεολογιών. Όταν η καθημερινότητα είναι τόσο παράλογη ώστε να καις λεφτά για να ζεσταθείς, τότε όλα μοιάζουν πιθανά.