Πώς σβήναμε φωτιές το 1930 πριν την ίδρυση του Πυροσβεστικού Σώματος στην Ελλάδα;
Χωρίς εξοπλισμό, χωρίς εκπαίδευση, αλλά με αυταπάρνηση, κουβάδες και καρδιά.
Το 1930 ιδρύθηκε επίσημα το Πυροσβεστικό Σώμα της Ελλάδας. Όμως μέχρι τότε, η φωτιά δεν περίμενε να έρθει ο νόμος για να κατασβηστεί. Έκαιγε σπίτια, καταστήματα, φούρνους, σιταποθήκες, ξύλινες στέγες και ράχες από πέτρινα χωριά. Και οι άνθρωποι έπρεπε να βρουν τρόπο να τη σταματήσουν. Η καταπολέμηση της φωτιάς ήταν υπόθεση του λαού, του στρατού, των δημάρχων, και του αυτοσχεδιασμού. Δεν υπήρχε ενιαίο σώμα, δεν υπήρχε καν επαγγελματική εκπαίδευση πυρόσβεσης. Υπήρχε μόνο ανάγκη, αγωνία και πρακτικό μυαλό.
Στην Αθήνα του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, τις φωτιές κυρίως τις έσβηνε ο στρατός. Συγκεκριμένα, το Μηχανικό ανέλαβε ρόλο «πυροσβεστικού αποσπάσματος», με εξοπλισμό περιορισμένο, βαρέλια, αντλίες χειρός και άντρες με κουβάδες. Οι δήμοι είχαν κάποιες δικές τους δυνάμεις, συχνά απολύτως ανεπίσημες, με εργάτες ή υπαλλήλους που συγκροτούσαν έκτακτες ομάδες επέμβασης. Όμως δεν υπήρχε συντονισμός, ούτε τυποποιημένος τρόπος δράσης. Ο ήχος της καμπάνας ή της σειρήνας καλούσε τους πάντες να βοηθήσουν. Και η πυρόσβεση ξεκινούσε από τη λαϊκή κινητοποίηση.
Τα μέσα ήταν ελάχιστα. Τα άλογα έσερναν κάρα με βαρέλια νερού. Οι κάτοικοι σχημάτιζαν αλυσίδες με κουβάδες από πηγάδια ή από δημόσιες κρήνες. Οι φωνές υπερκάλυπταν τις φλόγες. Υπήρχε μόνο ένας στόχος: να μη φτάσει η φωτιά στο διπλανό σπίτι, στο παντοπωλείο, στον φούρνο ή στον ναό. Η πυρόσβεση ήταν οργανωμένο χάος, μια μάχη χωρίς στολές, χωρίς στρατηγική, μόνο με αυθόρμητο θάρρος. Και όταν τελείωνε, τα χέρια μύριζαν καπνό για μέρες.
Ο εξοπλισμός των πρώτων πυροσβεστικών αποσπασμάτων πριν το 1930 ήταν δανεισμένος από την Ευρώπη. Αντλίες εισαγόμενες, σωλήνες παχιοί και βαριοί, και κάρα που δύσκολα περνούσαν από τα στενά σοκάκια των παλιών πόλεων. Δεν υπήρχε η έννοια της πυροσβεστικής μονάδας με βάση. Τα πάντα στηρίζονταν σε στρατιωτικά αποθέματα και στις καλές προθέσεις των δήμων. Σε μεγάλες πυρκαγιές, όπως στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη, η κατάσταση ξέφευγε. Δεν υπήρχε τρόπος για γρήγορη ανταπόκριση. Και ο κόσμος το ήξερε· φώναζε, έτρεχε, αλλά δεν περίμενε σωτήρα. Το “σώμα” ήσουν εσύ.
Σε κάποιες περιοχές της επαρχίας, υπήρχαν χωρικοί που είχαν συντονιστεί από μόνοι τους σε είδος άτυπων πυροφυλακών. Οι βοσκοί ειδοποιούσαν με φωνές από βουνό σε βουνό όταν έβλεπαν καπνό. Οι χωρικοί έσερναν βρεγμένα σακιά ή κουρελούδες πάνω από φλόγες για να τις πνίξουν. Σε ορισμένα μοναστήρια είχαν χάλκινα καζάνια έτοιμα με νερό, σαν προσευχή σε αναμονή. Οι πυρκαγιές δεν ήταν απλώς κίνδυνος· ήταν δοκιμασία για την κοινότητα, για την αλληλεγγύη και για την ταχύτητα της αντίδρασης χωρίς εντολές από κανέναν.
Αυτό που έλειπε, και που τελικά οδήγησε στην ίδρυση του Πυροσβεστικού Σώματος το 1930, ήταν η συνέχεια. Υπήρχαν ήρωες, υπήρχαν πρωτοβουλίες, υπήρχαν διαθέσιμα χέρια. Αλλά δεν υπήρχε δομή. Και αυτό κόστισε χρόνο, κόπο, και πολλές χαμένες περιουσίες. Η φωτιά δεν περίμενε. Και όσοι έτρεχαν να τη σβήσουν, δεν είχαν ούτε στολές, ούτε κράνη. Μόνο κουβάδες, καρδιά και φωνή.