Πως ξεκίνησε η Ελληνική μυθολογία; Ποιος σκέφτηκε να δημιουργήσει αυτές τις ιστορίες;
Οι ελληνικοί μύθοι δεν γράφτηκαν, γεννήθηκαν από την ανάγκη να εξηγηθεί ο κόσμος
Πριν από την Ιλιάδα, πριν από την Οδύσσεια, πριν ακόμη η λέξη “Έλληνας” αποκτήσει ενιαίο νόημα, οι άνθρωποι στα παράλια του Αιγαίου κοιτούσαν τον ουρανό και αναρωτιόντουσαν ποιος ρίχνει τους κεραυνούς, ποιος φέρνει τις καταιγίδες, ποιος τους τιμωρεί όταν ξεπερνούν τα όρια. Από την ανάγκη για εξήγηση του ανεξήγητου, ξεπήδησαν οι πρώτες μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Δεν ήταν ποτέ έργο ενός προσώπου. Ήταν συλλογική μνήμη, συλλογικός φόβος, συλλογική φαντασία.
Η ελληνική μυθολογία δεν ξεκίνησε σαν σύστημα, αλλά σαν κουβέντες γύρω από τη φωτιά. Ήταν ιστορίες που πέρασαν από γενιά σε γενιά, από χωριό σε χωριό, και κάθε φορά που έφταναν στα αυτιά κάποιου, άλλαζαν, διανθίζονταν, γίνονταν πιο περίπλοκες. Οι πρώτοι μύθοι ήταν αλληγορίες για τα στοιχεία της φύσης. Ο Δίας ήταν ο ουρανός που μιλούσε με βροντές. Ο Ποσειδώνας η θάλασσα που βρυχόταν. Η Δήμητρα η καρποφορία. Ο Άδης το βάθος του χώματος που καταπίνει. Ο μύθος ήταν τρόπος να δαμάσουν το χάος του κόσμου.
Στην πραγματικότητα, οι πρώτοι δημιουργοί της μυθολογίας δεν ήταν συγγραφείς αλλά κοινότητες. Στους Δωριείς, στους Αιολείς, στους Ίωνες, σε κάθε περιοχή της αρχαίας Ελλάδας υπήρχαν τοπικές παραδόσεις που συχνά συγκρούονταν ή διέφεραν. Στην Κρήτη, ο Δίας γεννιόταν σε μια σπηλιά. Στη Θεσσαλία, ήταν ήδη βασιλιάς. Στην Αρκαδία, η Σελήνη δεν ήταν θεά, αλλά δαιμονική παρουσία. Η μυθολογία δεν χτίστηκε από κάποιον που “τη σκέφτηκε”. Χτίστηκε από έναν λαό που ήθελε να καταλάβει τον κόσμο γύρω του, να ενσωματώσει το άγνωστο στη ζωή του, να βρει ερμηνείες.
Η πρώτη στιγμή που οι μύθοι άρχισαν να αποκτούν μορφή και συνοχή ήταν με την επική ποίηση. Ο Όμηρος δεν δημιούργησε τη μυθολογία, αλλά την οργάνωσε. Μέσα από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, τα πρόσωπα των θεών και των ηρώων απέκτησαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, σταθερές αντιδράσεις και σχέσεις μεταξύ τους. Όταν η γραφή επέστρεψε στον ελληνικό κόσμο, μετά το λεγόμενο ελληνικό σκοτεινό αιώνα, τότε οι μύθοι απέκτησαν κείμενο. Μετά τον Όμηρο ήρθαν ο Ησίοδος, οι τραγικοί ποιητές, οι λυρικοί, οι ιστορικοί, οι γεωγράφοι, οι φιλόσοφοι. Όλοι πρόσθεταν ή αφαιρούσαν, τροποποιούσαν και ερμήνευαν.
Το εντυπωσιακό είναι πως οι θεοί της ελληνικής μυθολογίας δεν ήταν ποτέ τέλειοι. Είχαν ανθρώπινα πάθη, λάθη, αδυναμίες. Ζήλευαν, μισούσαν, ερωτεύονταν. Ο κόσμος που χτίστηκε δεν ήταν ηθικός αλλά συμβολικός. Γι’ αυτό και η μυθολογία αυτή επιβίωσε: γιατί δεν ήταν απλώς πίστη, ήταν καθρέφτης της ανθρώπινης ψυχής. Και παρόλο που άλλαζε από περιοχή σε περιοχή, διατήρησε έναν πυρήνα: ότι οι θεοί μοιάζουν με εμάς, και άρα μπορούμε να καταλάβουμε τον εαυτό μας μέσα από αυτούς.
Δεν ξέρουμε το όνομα του πρώτου που είπε την ιστορία του Προμηθέα. Ούτε ποιος πρώτος έπλασε τον μύθο του Ορφέα ή της Αφροδίτης. Ξέρουμε όμως γιατί ειπώθηκαν: για να εξηγηθούν τα βάσανα, οι επιθυμίες, η γέννηση, ο θάνατος, οι εποχές, οι σεισμοί, το πάθος. Κι έτσι, χωρίς συγγραφέα, χωρίς «πατέρα», η ελληνική μυθολογία έγινε ένας από τους πιο ανθεκτικούς μηχανισμούς κατανόησης του κόσμου που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα