Πόσες φορές άλλαξε ο Μάντζαρος τον Εθνικό Ύμνο μέχρι να φτάσουμε στον ύμνο που ξέρουμε όλοι οι Έλληνες;
Ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας δεν γράφτηκε από τη μία μέρα στην άλλη.
Η ιστορία του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Δεν πρόκειται για ένα ποίημα που μελοποιήθηκε μία φορά και απλώς εγκρίθηκε. Είναι μια διαδρομή που ξεκίνησε το 1823 με τον Διονύσιο Σολωμό να γράφει τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» στη Ζάκυνθο και συνεχίστηκε για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, ώσπου να καταλήξει στην τελική του μορφή. Ο συνθέτης που του έδωσε ήχο, ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, δεν τον μελοποίησε μία ή δύο φορές, αλλά τουλάχιστον πέντε φορές, αναζητώντας διαρκώς τη σωστή μουσική αναπνοή για τους στίχους του ποιητή. Το αποτέλεσμα που ακούμε σήμερα είναι καρπός επιμονής, πειραματισμού και εσωτερικής πάλης ενός ανθρώπου που δεν ήθελε απλώς να γράψει μουσική, αλλά να δημιουργήσει έναν ήχο ιερό, σχεδόν τελετουργικό.
Η πρώτη μελοποίηση έγινε γύρω στο 1828, πιθανόν έως το 1830. Ήταν απλή, σχεδόν λαϊκή στη δομή της, με έντονο το στοιχείο της επτανησιακής μουσικής παράδοσης και ερμηνευόταν από τετράφωνη ανδρική χορωδία. Ο Μάντζαρος δεν ήθελε τότε να φτιάξει έναν εθνικό ύμνο, αλλά ένα μουσικό πορτραίτο της εποχής. Το έργο άρχισε να ακούγεται σε γιορτές, επετείους και ιδιωτικές συναθροίσεις στα σπίτια της Κέρκυρας. Δεν είχε ακόμα τον χαρακτήρα στρατιωτικού εμβατηρίου, αλλά λειτουργούσε σαν άτυπος ύμνος της Επτανήσου.
Η δεύτερη μελοποίηση έγινε το 1837 και κορυφώθηκε το 1844, όταν ο Μάντζαρος αφιέρωσε το έργο στον βασιλιά Όθωνα, ελπίζοντας πως θα υιοθετηθεί επίσημα ως εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Η μορφή αυτή ήταν ενδιάμεση – δεν ήταν ούτε λαϊκή ούτε αυστηρά στρατιωτική. Αποτελούνταν από 39 μέρη, συνδύαζε μονοφωνία και πολυφωνία και χαρακτηριζόταν από ένα πιο ευγενές, “αυλικό” ύφος. Παρότι ήταν αφιερωμένη στον βασιλιά, δεν έγινε δεκτή επισήμως.
Η τρίτη μελοποίηση ξεκίνησε το 1839 και απασχόλησε τον Μάντζαρο για δεκαετίες. Ήταν η πιο περίπλοκη, πολυφωνική και συμφωνική, και αποτυπώνει πλήρως τη μουσική ιδιοφυΐα του συνθέτη. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της φάσης είχε 46 μέρη και θεωρείται το πιο καλλιτεχνικά ολοκληρωμένο έργο του πάνω στον Ύμνο. Δεν ήταν όμως πρακτικό για επίσημη χρήση, ούτε εύκολο στην εκτέλεση από στρατιωτικές μπάντες.
Το 1844, ο υπουργός Στρατιωτικών Δημήτριος Μπότσαρης ζήτησε από τον Μάντζαρο εμβατήρια για τον στρατό. Έτσι προέκυψε μια τέταρτη μελοποίηση, με στροφές του Ύμνου σε ρυθμό passo doppio, ειδικά για παρατάξεις και στρατιωτικές τελετές. Αυτή η εκδοχή πλησίαζε πλέον στον ύφος που χρειαζόταν ένας επίσημος εθνικός ύμνος.
Η πέμπτη και καθοριστική μελοποίηση ήρθε το 1861, όταν ο Μάντζαρος επανεξέτασε το έργο του και το μετέτρεψε σε εμβατήριο μπάντας, κατά παραγγελία του Υπουργείου Στρατιωτικών. Ήταν απλή, επιβλητική, καθαρή, με ρυθμό σταθερό, ιδανική για στρατιωτικά σώματα και επίσημες τελετές. Το 1865, όταν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επισκέφθηκε την Κέρκυρα μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, εντυπωσιάστηκε από αυτή την εκδοχή. Εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα που καθόριζε πως ο Ύμνος θα εκτελείται στις ναυτικές παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού, και έτσι καθιερώθηκε ως επίσημος εθνικός ύμνος της Ελλάδας.
Το έργο του Μάντζαρου όμως δεν σταμάτησε εκεί. Ακολούθησαν διασκευές, επεξεργασίες και ενορχηστρώσεις, όπως αυτή του Μαργαρίτη Καστέλλη για στρατιωτικές μπάντες, που διασώζεται και παίζεται μέχρι σήμερα, αλλά και η συμφωνική διασκευή του Νίκου Αστρινίδη το 1991 για την ΕΡΤ. Όλες βασίστηκαν στην πέμπτη μελοποίηση του Μάντζαρου, η οποία θεωρείται η “καθαρή” μορφή του Εθνικού Ύμνου.
Η εμμονή του Μάντζαρου να επιστρέφει ξανά και ξανά στον ίδιο ύμνο δεν ήταν απλή καλλιτεχνική μανία. Ήταν η συνείδηση ότι είχε αναλάβει κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο. Όχι μια σύνθεση, αλλά μια κληρονομιά. Ο Μάντζαρος δεν ζήτησε ποτέ χρήματα για την εργασία του. Πίστευε ότι η μουσική του έπρεπε να είναι δώρο προς το έθνος, μια προσφορά μνήμης και περηφάνιας. Και το πέτυχε. Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, όπως τον τραγουδάμε σήμερα, είναι η σιωπηλή του φωνή – ένα μουσικό αποτύπωμα βαθιά ελληνικό, γεννημένο από έναν άνθρωπο που έγραψε την Ιστορία με νότες.