Πριν τα φαρμακεία, πώς έβρισκαν φάρμακα οι Έλληνες;
Πριν έρθουν τα φαρμακεία, η γιατρειά στην Ελλάδα ήταν θέμα εμπειρίας, φύσης και πίστης.
Σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν φαρμακεία, ούτε συνταγές, ούτε επώνυμα κουτιά με οδηγίες χρήσης, οι Έλληνες έπρεπε να γιατρεύονται μόνοι τους. Και το κατάφερναν. Όχι με μαγικά, ούτε με αυθυποβολή, αλλά με παρατήρηση, εμπειρία και μεταδιδόμενη γνώση. Η φύση ήταν το πρώτο και μοναδικό τους φαρμακείο. Οι γιαγιάδες ήξεραν πότε να κόψουν το φασκόμηλο και πότε να μαζέψουν μολόχα. Οι άνδρες έφερναν ρετσίνι από τα βουνά, όχι για λάδι ή κρασί, αλλά για πληγές. Η ίαση δεν ήταν ζήτημα εμπορίου, αλλά καθημερινή πράξη επιβίωσης. Το κάθε φυτό είχε ρόλο. Το κάθε βότανο είχε ιστορία. Και ο πόνος, η αρρώστια, το κρυολόγημα, η φλεγμονή δεν περίμεναν ιατρική συνταγή, αλλά ένα αφέψημα.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ήδη θεμελιώσει έναν ολόκληρο κόσμο γύρω από τη φαρμακευτική των φυτών. Ο Ιπποκράτης, ο Θεόφραστος, ο Διοσκουρίδης κατέγραψαν εκατοντάδες βοτανικές θεραπείες, που ταξίδευσαν στον χρόνο και ενσωματώθηκαν στη λαϊκή παράδοση. Η λυγαριά για τον πυρετό, η δάφνη για το αναπνευστικό, η ρίγανη για τις λοιμώξεις. Στα ορεινά χωριά, μέχρι και τον 20ό αιώνα, οι γυναίκες φύλαγαν τα ξεραμένα φυτά δίπλα στα φασόλια και τη ρίνα. Οι παλιότεροι ήξεραν να ξεχωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στο βότανο που γιατρεύει και σε εκείνο που σκοτώνει. Ήταν γνώση επικίνδυνη, αλλά αναγκαία. Η αυτοθεραπεία δεν ήταν πολυτέλεια, ήταν μονόδρομος.
Υπήρχε, όμως, και η άλλη πλευρά της γνώσης: οι πρακτικοί θεραπευτές, οι γιατροσόφες, οι μαμές και οι βοτανολόγοι. Δεν είχαν πτυχία, αλλά είχαν κοινή αποδοχή. Ήταν οι “φαρμακοποιοί” του χωριού. Μπορεί να μην ήξεραν να γράψουν το όνομά τους, αλλά ήξεραν ακριβώς ποιο βοτάνι θα μαζέψουν με αυγουστιάτικο φεγγάρι και ποιο με πανσέληνο του Μάρτη. Η φύση είχε ρυθμό και αυτοί τον ακολουθούσαν. Το πεύκο για το στήθος, η καλέντουλα για το δέρμα, το κερί με λάδι για εγκαύματα. Δεν ήταν μαγεία. Ήταν εμπειρία.
Και όταν το φυτό δεν έφτανε, τότε έμπαιναν σε λειτουργία τα “δεσίματα”, τα φυλαχτά, τα λιβάνια. Ίσως δεν θεράπευαν το σώμα, αλλά πολλές φορές ανακούφιζαν την ψυχή. Η θεραπεία για τους παλιούς δεν ήταν πάντα ζήτημα χημείας. Ήταν συνδυασμός πράξης και πίστης, πράξης και προσμονής. Δεν ξεχώριζαν το “ιατρικό” από το “λαϊκό”. Για εκείνους, όλα ήταν ενιαία. Η γιατρειά μπορεί να ήταν μια ρίζα, αλλά μπορεί να ήταν και ένα όνειρο που έβλεπε ο παππούς.
Ακόμα και στα νησιά, όπου η απομόνωση έκανε την πρόσβαση στο εμπόριο δυσκολότερη, η βοτανοθεραπεία συνέχισε ακάθεκτη. Στην Κρήτη, το δίκταμο δεν ήταν απλώς ρόφημα – ήταν σωτήρας. Στη Μάνη, οι κομπρέσες με χαμομήλι και οι αλοιφές με κερί και ρακή δεν έλειπαν από κανένα σπίτι. Ο λαϊκός φαρμακοποιός ήταν ο ίδιος ο χώρος, το τοπίο, η μνήμη της κοινότητας. Και αν κάποιος ξέφευγε από αυτό και πέθαινε, δεν τον έθαβαν με ερωτήσεις. Τον έθαβαν με τη σκέψη ότι όλα έγιναν όπως έπρεπε.