Θυμάσαι πως στέλναμε μηνύματα με το κινητό παλιά, πριν τα smartphones;
Τότε που για να γράψεις «γεια» έπρεπε να πατήσεις 13 φορές κουμπιά
Ήταν μια εποχή που το κινητό τηλέφωνο δεν ήταν ακόμα προέκταση του εαυτού μας, αλλά ένα εργαλείο – και πολλές φορές ένα βάσανο. Μια μικρή μαύρη ή γκρι συσκευή με μονόχρωμη οθόνη, ασπρόμαυρη συνήθως, και κουμπιά που αντιστέκονταν στα γρήγορα δάχτυλα. Και όμως, από αυτές τις συσκευές περνούσαν ερωτικά μηνύματα, καβγάδες, αστεία, γκρίνιες, εξομολογήσεις. Ήταν τα χρόνια που για να γράψεις τη λέξη «γεια», έπρεπε να πατήσεις 13 φορές κουμπιά. Γιατί κάθε γράμμα ήθελε το δικό του χτύπημα, και το σωστό πλήκτρο έπρεπε να πατηθεί όσες φορές χρειαζόταν για να εμφανιστεί το γράμμα που ήθελες.
Το παλιό πληκτρολόγιο των κινητών βασιζόταν στο σύστημα T9. Ήταν μια αριθμητική διάταξη από το 1 ως το 9, και κάθε αριθμός αντιστοιχούσε σε τρία ή τέσσερα γράμματα. Για παράδειγμα, το 2 σήμαινε A-B-C. Αν ήθελες να γράψεις το C, έπρεπε να πατήσεις τρεις φορές το ίδιο πλήκτρο. Για το S, τέσσερις φορές το 7. Και όλο αυτό έπρεπε να γίνει γρήγορα, αλλά όχι υπερβολικά γρήγορα, γιατί αν πάταγες δύο φορές πολύ γρήγορα, το κινητό θεωρούσε πως πήγες στο επόμενο γράμμα. Κι αν άργησες, έπρεπε να ξαναγράψεις τη λέξη από την αρχή.
Η αποστολή ενός SMS δεν ήταν μια στιγμιαία υπόθεση. Ήθελε σχεδόν τελετουργία. Τα μηνύματα είχαν όριο 160 χαρακτήρες. Αν το ξεπερνούσες, το κινητό έστελνε δύο SMS, άρα χρεωνόσουν διπλά. Έτσι, έπρεπε να γράψεις έξυπνα, κοφτά, με νόημα. Εκεί γεννήθηκαν τα πρώτα ελληνικά «γραμμένα με λατινικά» για να πιάνεις περισσότερο χώρο – ένα σύστημα που κράτησε χρόνια. Ή ακόμα και οι περίφημες συντομογραφίες, τα «tlk l8r», «kl», «gtg», που ξεκίνησαν τότε και πέρασαν αργότερα στα chats.
Όλα γίνονταν με τους αντίχειρες. Ο δεξιός ήταν για τα γράμματα, ο αριστερός για το “σβήσε” και το “space”. Τα γρήγορα παιδιά μπορούσαν να γράψουν ολόκληρη παράγραφο σε λίγα δευτερόλεπτα. Το να βλέπεις κάποιον να πληκτρολογεί με ρυθμό πολυβόλου, χωρίς να κοιτάζει, ήταν σχεδόν επίδειξη δεξιοτεχνίας. Κι όμως, ακόμα και το λάθος είχε τη γλύκα του. Όταν το «σ’ αγαπάω» γινόταν κατά λάθος «σ’ αγανάλω», κανείς δεν παρεξηγούσε. Ήταν μέρος της τεχνολογικής μας αθωότητας.
Δεν υπήρχαν emojis, υπήρχαν μόνο χαρακτήρες. Αν ήθελες να δείξεις χαμόγελο, έγραφες 🙂 ή :-). Αν ήθελες δάκρυα, έβαζες :’(. Οι πιο τολμηροί έφτιαχναν ολόκληρα σχήματα με σύμβολα: <3 για καρδιά, ή ακόμα και περίτεχνα “SMS art” με παύλες, τελείες και άνω κάτω τελείες. Όλα αυτά ήταν οι πρώτες απόπειρες να δώσουμε συναίσθημα σε έναν κόσμο που έβγαινε από την ψυχρότητα του τηλεφωνήματος και έμπαινε στο νέο, γραπτό τοπίο της επικοινωνίας. Το T9, που ήρθε λίγο αργότερα, ήταν μια επανάσταση. Δεν χρειαζόταν πια να πατάς ξανά και ξανά το ίδιο πλήκτρο. Πάταγες μία φορά κάθε γράμμα και το κινητό μάντευε τη λέξη. Αν ήθελες να γράψεις «θες», έγραφες 8-3-7. Το T9 καταλάβαινε. Ή τουλάχιστον προσπαθούσε. Γιατί τις περισσότερες φορές έβγαινε το λάθος. Η λέξη «να» έβγαινε «οα», το «αγάπη» έβγαινε «αββσηη». Και το delete έπαιρνε φωτιά. Οι πιο πολλοί μάθαιναν απέξω τις σωστές ακολουθίες για τις αγαπημένες τους λέξεις. Ήξεραν ότι για να γράψεις «σ’ αγαπώ», το δάχτυλο θα κάνει μια διαδρομή σαν χορογραφία σε τρεις αριθμούς. Ήταν τέχνη. Ήταν επικοινωνία. Και ήταν προσωπικό. Τα παλιά κινητά δεν είχαν οθόνες που βλέπει ολόκληρη η καφετέρια. Ήταν μικρές, και κάθε μήνυμα ήταν σαν ψίθυρος – ανάμεσα σε δύο άτομα μόνο. Δεν υπήρχαν εφαρμογές. Δεν υπήρχε Messenger. Δεν υπήρχαν ειδοποιήσεις. Υπήρχε μόνο ένα εικονίδιο που αναβόσβηνε και έγραφε: 1 νέο μήνυμα. Και με αυτό μπορούσε να σου αλλάξει η μέρα. Ή η ζωή. Το να περιμένεις μήνυμα ήταν ιερό. Ήσουν στην πλατεία, κοίταζες το κινητό κάθε τρία λεπτά, το έκλεινες, το άνοιγες ξανά. Το σήμα δεν ήταν παντού. Έπρεπε να βγεις από το σπίτι, να ανέβεις στο μπαλκόνι ή να πας στο παράθυρο για να πιάσει. Και όταν ερχόταν το μήνυμα, ένιωθες πως έγινε θαύμα.