Την έπιασαν οι Τούρκοι στην έξοδο του Μεσολογγίου και την πούλησαν σκλάβα μαζί με την κόρη της στην Αίγυπτο
Η Αλεφάντω Ζανά πολέμησε γενναία στην πολιορκία του Μεσολογγίου, αλλά η Έξοδος κατέληξε σε τραγωδία
Το φθινόπωρο του 1821, το παραθαλάσσιο Γαλαξίδι τυλίγεται στις φλόγες. Ο Οθωμανός διοικητής Ισμαήλ Πασάς, επικεφαλής ενός στόλου, πυρπολεί αιφνιδιαστικά τη μικρή ναυτική κωμόπολη. Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάιο του 1821, η Αλεφάντω Ζανά είχε ήδη πληρώσει βαρύ τίμημα στον Αγώνα: ο σύζυγός της, ο γενναίος αγωνιστής γνωστός ως Ζανάς, έπεσε μαχόμενος στην Κυλλήνη.
Τώρα η Αλεφάντω, μόλις είκοσι χρονών και χήρα με ένα μικρό κορίτσι στην αγκαλιά, βλέπει τον τόπο της να καταστρέφεται. Καθώς ο πανικός κυριαρχεί, οι άνδρες δεν προλαβαίνουν να οργανώσουν άμυνα και οι γυναίκες με τα παιδιά καταφεύγουν στα γύρω βουνά για να σωθούν από τη σφαγή. Μακριά από τις φλόγες, η νεαρή μάνα κρύβεται με την κόρη της στις πλαγιές πάνω από το Γαλαξίδι.
Από εκεί, μαζί με άλλους πρόσφυγες, βρίσκει τρόπο να περάσει στα Επτάνησα – τα Ιόνια νησιά που τότε βρίσκονται υπό βρετανική προστασία και προσφέρουν ασφαλές καταφύγιο. Η Αλεφάντω φτάνει στο μικρό νησάκι Κάλαμο κοντά στη Λευκάδα. Εκεί, σε μια προσωρινή ηρεμία, προσπαθεί να περιθάλψει το παιδί της και να επουλώσει τις πληγές της ψυχής της. Όμως η καρδιά της φλέγεται από τον ίδιο πόθο που ξεσήκωσε όλο το Γένος: τη λευτεριά.
Από τον Κάλαμο ακούγονται νέα πως το Μεσολόγγι, στη δυτική Ρούμελη, αγωνίζεται ηρωικά ενάντια στους Τούρκους. Οι κανονιοβολισμοί ίσως να μην ακούγονται μέχρι το νησί, όμως ο απόηχος των γεγονότων φτάνει στην ψυχή της Αλεφάντως. Δεν αντέχει να μείνει μακριά από τον Αγώνα. Με σφιγμένα δόντια, παίρνει την απόφαση: θα πάρει μαζί την κόρη της και θα πάει εκεί που η πατρίδα τη χρειάζεται περισσότερο.
Η Πολιορκία του Μεσολογγίου
Μετά από περιπλανήσεις μηνών, η Αλεφάντω Ζανά εμφανίζεται στο Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Πολιορκίας (1825-1826). Η άλλοτε ήσυχη λιμνοθάλασσα αντηχεί από κανονιές και τουφεκιές. Η πόλη είναι περικυκλωμένη από τις δυνάμεις του Κιουταχή και του Ιμπραήμ Πασά, μα οι πολιορκημένοι Έλληνες αρνούνται να παραδοθούν. Ανάμεσά τους βρίσκεται τώρα και η αγωνίστρια από το Γαλαξίδι. Ντυμένη ανδρικά και αρματωμένη σαν άντρας, η Αλεφάντω στέκεται επάνω στα τείχη με το καριοφίλι (τουφέκι) στο χέρι. Πολεμάει πλάι πλάι με τους άνδρες, στοχοποιώντας τους εχθρούς που πλησιάζουν.
Οι συναγωνιστές της εκπλήσσονται και θαυμάζουν το θάρρος της – μιλούν για μια αληθινή Αμαζόνα, μια γυναίκα λεοντόκαρδη σαν τις πολλές γενναίες Γαλαξειδιώτισσες που σήκωσαν όπλο. Καθώς οι μήνες περνούν, η πείνα και η εξάντληση θερίζουν το Μεσολόγγι. Η Αλεφάντω δεν πολεμά μόνο. Στα διαλείμματα των μαχών, όταν πέφτει προσωρινά σιωπή στα τείχη, παίρνει αγκαλιά την μικρή της κόρη και φροντίζει όσο μπορεί το παιδί μέσα στη δυστυχία. Παράλληλα, προσπαθεί να τονώσει το ηθικό των μαχητών γύρω της.
Τραγουδά πολεμικά και κλέφτικα τραγούδια με δυνατή φωνή, και οι στίχοι κουβαλούν μέσα τους την ελπίδα της λευτεριάς. Οι άντρες παίρνουν κουράγιο βλέποντας αυτή τη νεαρή μάνα, που αντί να λυγίζει από τις κακουχίες, στέκει αγέρωχη και ψάλλει τη λεβεντιά. Όμως ο κλοιός σφίγγει μέρα με τη μέρα. Οι εχθρικές επιθέσεις πυκνώνουν συνεχώς. Οι προμαχώνες έχουν γεμίσει ρωγμές, τα τείχη αρχίζουν να ασθμαίνουν κάτω από το βάρος των κανονιών. Κανένα σημάδι βοήθειας δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ο ναύαρχος Μιαούλης δεν καταφέρνει πια να σπάσει τον αποκλεισμό και να ανεφοδιάσει τους πολιορκημένους.
Τα τρόφιμα έχουν τελειώσει εδώ και καιρό. Οι απελπισμένοι υπερασπιστές του Μεσολογγίου τρώνε ό,τι βρουν: ποντίκια, γάτες, ακόμα και σκυλιά. Βράζουν χόρτα και φυτά της λιμνοθάλασσας για να ξεγελάσουν την πείνα. Παρ’ όλες τις κακουχίες, ούτε λόγος για συνθηκολόγηση – η λέξη “παράδοση” είναι ανείπωτη.
Στους ματωμένους δρόμους της πόλης, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι προσεύχονται και αποφασίζουν πως προτιμούν έναν ένδοξο θάνατο παρά μια ταπεινωμένη ζωή υπό τον ζυγό. Έτσι, καταστρώνεται το έσχατο σχέδιο: η μεγάλη Έξοδος.
Η Νύχτα της Εξόδου
Είναι νύχτα 10 προς 11 Απριλίου 1826. Στο σκοτάδι, οι τελευταίοι υπερασπιστές του Μεσολογγίου – άντρες, γέροντες, γυναίκες και παιδιά – ετοιμάζονται σιωπηλά για την ηρωική έξοδο από την πολιορκημένη πόλη. Ανάμεσά τους, η Αλεφάντω σφίγγει στο ένα χέρι το τουφέκι της και με το άλλο κρατά γερά το κοριτσάκι της. «Μείνε κοντά μου, μην φοβηθείς…», της ψιθυρίζει τρυφερά, σκουπίζοντας με τον αντίχειρα τη μουτζουρωμένη της από τη μάχη μικρή όψη. Το παιδί κουρνιάζει επάνω της.
Η μάνα παίρνει βαθιά ανάσα∙ έχουν αναθέσει πλέον όλες τις ελπίδες σωτηρίας τους στη θεία πρόνοια και στην ανδρεία τους. Με μια κραυγή που σκίζει τη νύχτα, οι πολιορκημένοι πραγματοποιούν την έξοδο από τις πύλες, ορμώντας προς τις εχθρικές γραμμές. Χάος επικρατεί έξω από τα τείχη. Πυροβολισμοί, καπνός, σπαρακτικές φωνές. Οι Τούρκοι και Αιγύπτιοι στρατιώτες αιφνιδιάζονται αρχικά, αλλά γρήγορα συνέρχονται και θερίζουν με τα όπλα τους τους απελπισμένους δραπέτες.
Η Αλεφάντω πολεμά λυσσαλέα μέσα στο σκοτάδι, αποφασισμένη να ανοίξει δρόμο. Γύρω της άνθρωποι πέφτουν νεκροί∙ η ίδια προχωρά, μισοσέρνοντας το παιδί της που σκοντάφτει ανάμεσα σε συντρίμμια. Σε κάποια στιγμή, μια ομάδα εχθρών τις περικυκλώνει. Η Αλεφάντω στηρίζει την κόρη πίσω της και υψώνει το καριοφίλι, έτοιμη να πουλήσει ακριβά το τομάρι της. Θα μπορούσε ίσως με μια κίνηση απελπισίας να ρίξει κάτω δυο-τρεις από τους διώκτες. Όμως πριν προλάβει, ακούγεται μια ψυχρή διαταγή στα τούρκικα.
Ένας αξιωματικός πλησιάζει απειλητικά και ουρλιάζει πως αν αντισταθεί, θα βασανίσουν και θα σφάξουν την κόρη της μπροστά στα μάτια της. Η καρδιά της Αλεφάντως σφίγγεται. Το μητρικό φίλτρο νικά την πολεμική της ορμή. Ρίχνει το όπλο της στο έδαφος και πέφτει στα γόνατα, αγκαλιάζοντας τρομαγμένη το παιδί. Δεν έχει επιλογή: παραδίδεται για να σώσει τη ζωή της κόρης της.
Σκλαβιά στην Αίγυπτο
Μετά την αιχμαλωσία, η μοίρα της Αλεφάντως Ζανά και της θυγατέρας της ακολουθεί τον δρόμο εκατοντάδων άλλων γυναικόπαιδων του Μεσολογγίου. Οδηγούνται αλυσοδεμένες μακριά από την πατρίδα. Τις περιμένουν τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Λίγο καιρό αργότερα, μια δημοπρασία δούλων σε κάποια αγορά της Αιγύπτου σημαδεύει το τέλος της ελευθερίας τους. Η Αλεφάντω και η κόρη της πουλιούνται σε άγνωστα αφεντικά. Η ζωή τους μετατρέπεται σε μια καθημερινή κόλαση σκλαβιάς.
Για χρόνια η άλλοτε περήφανη ηρωίδα ζει ως δούλη σε ξένο τόπο. Από τα ένδοξα χαρακώματα του Μεσολογγίου βρίσκεται τώρα σε αφέντες σκληρούς, που τη θεωρούν απλώς ιδιοκτησία. Κάθε μέρα ξυπνάει με τον πόνο της σκλαβιάς και κοιμάται με την αγωνία για το αύριο. Σφίγγει όμως τα δόντια και αντέχει.
Ο ηρωισμός της Αλεφάντως εκδηλώνεται τώρα με διαφορετικό τρόπο: στην υπομονή, στην πίστη ότι κάποτε θα ξαναδεί την πατρίδα ελεύθερη. «Έχει ο Θεός…» ψιθυρίζει συχνά μέσα της, όπως τότε που ξεκινούσε για το Μεσολόγγι, και συνεχίζει να επιζεί παρά τις κακουχίες. Τα χρόνια της σκλαβιάς κυλούν βασανιστικά αργά. Το κοριτσάκι της μεγαλώνει πλέον μέσα στη δουλεία και γίνεται μια όμορφη κοπέλα, λεβεντόκορμη όπως η μάνα της. Όμως η ομορφιά της κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι κι αυτή κατάρα: ελκύει επικίνδυνες προσοχές.
Η Αλεφάντω ξαγρυπνάει τα βράδια από τον φόβο μη της πάρουν το παιδί, προσεύχεται σιωπηλά πάνω από το κοιμισμένο του πρόσωπο. Ωστόσο, η κόρη της δεν αντέχει άλλο τη φρίκη και την ατίμωση. Για να γλιτώσει από τους ατελείωτους εξευτελισμούς και τις κακουχίες, παίρνει τη σκληρή απόφαση να αλλαξοπιστήσει. Η νεαρή Ελληνίδα ασπάζεται το Ισλάμ, ελπίζοντας ότι έτσι θα έχει μια ευκαιρία να ζήσει με λιγότερο πόνο υπό την εύνοια ενός μουσουλμάνου κυρίου. Όταν η είδηση φτάνει στην Αλεφάντω, εκείνη νιώθει την καρδιά της να ραγίζει. Έχει πλέον πιει το πιο πικρό ποτήρι της μοίρας μέχρι τελευταίας σταγόνας.
Παρ’ όλα αυτά, δεν κατηγορεί το παιδί της – ξέρει ότι οι ανθρώπινες αντοχές έχουν όρια. Με δάκρυα στα μάτια, η μάνα αποδέχεται το χαμό της κόρης της από την πίστη των προγόνων, κρατώντας όμως ακλόνητη τη δική της πίστη στον Θεό. Χωρίς τη μονάκριβη θυγατέρα στο πλευρό της, τα επόμενα χρόνια περνούν βουβή, μόνη και έρημη. Κανείς δεν θυμάται πια ότι αυτή η ταπεινή δούλη είχε κάποτε σταθεί ηρωικά ενάντια στους τυράννους. Η Ελληνική Επανάσταση έχει τελειώσει, η Ελλάδα είναι πλέον ένα ελεύθερο κράτος, αλλά η Αλεφάντω παραμένει χαμένη στην αφάνεια, σκλάβα σε ξένη γη. Θα περάσουν δεκαετίες σε αυτή τη μαρτυρική κατάσταση, όμως η σπίθα μέσα της δεν θα σβήσει.
Επιστροφή στο Γαλαξίδι
Τελικά, ύστερα από σαράντα τέσσερα χρόνια σκλαβιάς, γύρω στο 1870, η Αλεφάντω Ζανά βρίσκει ξανά τον δρόμο της προς την ελευθερία. Δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς ήρθε η λύτρωση – ίσως κάποιος την αγόρασε για να την απελευθερώσει, ίσως απέδρασε η ίδια ως ηλικιωμένη πια γυναίκα όταν χαλάρωσαν οι φρουρές. Το βέβαιο είναι ότι καταφέρνει να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με προορισμό την Ελλάδα. Με την καρδιά της να χτυπά δυνατά, αντικρίζει ξανά τις ακτές της πατρίδας της μετά από σχεδόν μισό αιώνα.
Στο λιμανάκι του Γαλαξιδίου αποβιβάζεται μια σκιά του παλιού εαυτού της: ηλικιωμένη, ρακένδυτη, μονάχη. Δεν την περιμένει κανείς, κανένα γνώριμο πρόσωπο. Οι άλλοτε συμπολίτες της έχουν είτε χαθεί στον πόλεμο είτε φύγει, και όσοι επιζούν μετά από τόσα χρόνια δεν την αναγνωρίζουν. Για τους νεότερους, είναι μια άγνωστη γρια που γυρεύει κάτι στο χώμα. Η Αλεφάντω γονατίζει και φιλά το ελευθερωμένο χώμα της γης που την γέννησε. Τα δάκρυα κυλούν αυθόρμητα στα αυλακωμένα της μάγουλα. Αυτό το προσκύνημα στο αγαπημένο χώμα είναι η μόνη ανταμοιβή που της φύλαξε η ζωή. Λίγο καιρό αργότερα, η λησμονημένη ηρωίδα του Μεσολογγίου αφήνει την τελευταία της πνοή, εκεί, στη γενέθλια γη.
Ήσυχα και σχεδόν αθόρυβα, όπως αθόρυβα είχε χαθεί από τα μάτια του κόσμου τόσα χρόνια. Σήμερα, το όνομα της Αλεφάντως Ζανά παραμένει σχεδόν άγνωστο, μια υποσημείωση στα ιστορικά βιβλία. Κι όμως, η ιστορία της αναδύεται από τη λήθη σαν ένα συγκλονιστικό ανθρώπινο δράμα που θυμίζει τις θυσίες της Επανάστασης του 1821. Άραγε μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως τα φοβερά διλήμματα και τις δοκιμασίες που αντιμετώπισαν οι πρόγονοί μας σε εκείνα τα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας;
Η ζωή της Αλεφάντως Ζανά μάς βοηθά να καταλάβουμε όχι μόνο τον ηρωισμό στο πεδίο της μάχης, αλλά και τον αθέατο ηρωισμό της υπομονής, της πίστης και της μητρικής αγάπης. Πρόκειται για μια γυναίκα που πολέμησε σαν πολεμιστής, υπέφερε σαν μάρτυρας και τελικά έσβησε στην αφάνεια, έχοντας όμως προλάβει να δει την πατρίδα της λεύτερη.