Τον κουρεύαν, του δίναν ράσο και τον έστελναν σε μοναστήρι. Πώς το Βυζάντιο ακύρωνε τους εχθρούς χωρίς να τους σκοτώνει
Δεν σε σκότωναν. Σε κουρεύαν και σε έντυναν μοναχό.
Δεν τον σκότωναν. Τον κουρεύαν και του δίναν ράσο. Στο Βυζάντιο, η εξουσία δεν χρειαζόταν πάντα αίμα για να ξεμπερδέψει με τους εχθρούς της. Αρκούσε ένα ψαλίδι, ένα μοναστήρι και η εντολή του αυτοκράτορα. Η πράξη του να κουρεύεις κάποιον και να τον στέλνεις σε μοναστήρι δεν ήταν απλά πνευματική τιμωρία. Ήταν μια πολιτική ευνουχιστική κίνηση, που κρατούσε ζωντανό τον αντίπαλο αλλά τον ακύρωνε εντελώς.
Ο Βάρδας Φωκάς, γόνος ένδοξης στρατιωτικής οικογένειας και ένας από τους ισχυρότερους στρατηγούς του 10ου αιώνα, γνώρισε αυτή την ταπεινωτική μεταχείριση. Όταν στασίασε εναντίον του Βασιλείου Β’, δεν ήταν απλώς θέμα εξουσίας. Ήταν ένα προσωπικό στοίχημα τιμής, οικογένειας, στρατηγικής. Όμως ο Σκληρός, αντίπαλός του και προσωρινός σύμμαχος του αυτοκράτορα, τον περικύκλωσε. Ο Φωκάς, βλέποντας το τέλος, δεν ζήτησε τίποτα άλλο παρά να του χαρίσουν τη ζωή. Και του την χάρισαν. Με όρους.
Τον κούρεψαν μοναχικά. Το μαχαίρι δεν μπήχτηκε στο λαιμό του, αλλά τα ψαλίδια μπήχτηκαν στα μαλλιά του. Έχοντας χάσει πλέον κάθε πολιτική δύναμη, του φόρεσαν ράσο και τον έστειλαν στη Χίο. Δεν ήταν εξορία, δεν ήταν φυλακή. Ήταν κάτι ενδιάμεσο, μια ζωή σε αναστολή. Ζωντανός, φρουρούμενος, αλλά νεκρός για τον κόσμο.
Η κουρά, δηλαδή το κούρεμα κατά την ένταξη στο μοναχικό σχήμα, είχε διπλή σημασία στο Βυζάντιο. Ήταν πνευματική παράδοση, αλλά και επίσημο πολιτικό εργαλείο. Όποιος έπαιρνε το ράσο, έμπαινε σε κατάσταση μη συμμετοχής στα κοινά. Δεν μπορούσε να διεκδικήσει θρόνους, αξιώματα, ούτε να παντρευτεί ή να αφήσει κληρονόμους. Ήταν σαν να είχε εξαφανιστεί χωρίς να χυθεί σταγόνα αίμα.
Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε ευρέως κυρίως από τον 9ο έως τον 12ο αιώνα. Ο Ισαάκ Κομνηνός, ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ακόμα και μέλη της οικογένειας του ίδιου του αυτοκράτορα υπέστησαν τον ίδιο εκμηδενισμό. Δεν ήταν ανάγκη να χτυπηθείς στη μάχη. Αρκούσε να χάσεις την εύνοια.
Το κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ήταν η σκηνοθεσία. Δεν ήταν απλώς τιμωρία. Ήταν μια τελετουργική μετάβαση. Από τη στολή και το σπαθί, στο ράσο και τη σιωπή. Ο στασιαστής δεν μεταμορφωνόταν σε πιστό, αλλά σε φάντασμα. Έμενε ζωντανός για να θυμίζει στους υπόλοιπους τι περιμένει όποιον σηκώσει κεφάλι. Όχι ένας μάρτυρας, αλλά ένα ζωντανό μνημείο αποτυχίας.
Ίσως αυτή η μέθοδος να ήταν πιο εφιαλτική από την εκτέλεση. Δεν υπήρχε κάθαρση, δεν υπήρχε ηρωισμός. Μόνο σιωπή, προσευχή και η διαρκής επίγνωση της ήττας. Το Βυζάντιο δεν συγχωρούσε. Απλώς ήξερε να σβήνει ανθρώπους χωρίς να ματώνει τα χέρια του.