Η 11η Μαΐου του 1985 θα ήταν μία μεγάλη γιορτή για την αγγλική πόλη του Μπράντφορντ. Δυστυχώς κατέληξε σε μία από τις χειρότερες καταστροφές-τραγωδίες στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Σαν σήμερα, 36 χρόνια πριν, 56 άνθρωποι πέθαναν.
Οι κάτοικοι του Μπράντφορντ δεν είναι συνηθισμένοι στο καλό καιρό. Στα βόρεια της Αγγλίας, η βροχή είναι ο… συνήθης επισκέπτης και τα σύννεφα καλύπτουν σχεδόν πάντα τον ουρανό. Κι όμως στις 11 Μαΐου του 1985, είχε προβάλει ο ήλιος και ο αέρας ήταν ζεστός.
Μία πανέμορφη μέρα! Σαν ο καιρός να ήθελε να ταιριάξει με την ατμόσφαιρα της πόλης και των κατοίκων της που εκείνη την ημέρα είχαν κάτι να γιορτάσουν!
Η Bradford City Football Club είχε εξασφαλίσει τον τίτλο της τρίτης κατηγορίας. 48 χρόνια περίμενε… η πόλη για αυτήν την ημέρα, την 11η Μαΐου του 1985 και είχαν σκοπό για έξαλλα πανηγύρια. Από νωρίς, η πόλη είχε βάλει τα γιορτινά της και όλοι ήθελαν να πάνε στο γήπεδο.
Η Τζοις Ράισνερ, ήταν και αυτή καθοδόν για το στάδιο “Βάλει Παρέιντ” . Η 55χρονη Βρετανίδα, γεννήθηκε μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά από το γήπεδο. Για εκείνη την σπουδαία ημέρα, ταξίδεψε ειδικά από τη Γερμανία μαζί με τη πρόεδρο της Βεστφαλίας καθώς ήταν επίτιμες καλεσμένες της Μπράντφορντ. Στις 11 Μαΐου ήταν ξανά στην πατρίδα και από τους τελευταίους που μπήκαν στο γήπεδο.
Στις 15:00 το μεσημέρι ο διαιτητής Ντον Σόου σφυρίζει την έναρξη της αναμέτρησης. Η Μπράντφορντ υποδέχεται την Λίνκολν. Στον αγωνιστικό χώρο το κλίμα είναι επίσης γιορτινό.
Άλλωστε και η Λίνκολν είχε εξασφαλίσει τη θέση της στη μέση της βαθμολογίας, έχοντας επιτύχει το στόχο της. Τα ταμεία της ομάδας μέτρησαν 11.076 εισιτήρια. Το γήπεδο δηλαδή είχε τους διπλάσιους φιλάθους, από ότι είχε η ομάδα στο καλύτερο της παιχνίδι σε εισιτήρια σε όλη την προηγούμενη σεζόν.
Ο αρχηγός της Μπράντφορντ, Πίτερ Τζάκσον, ένα παιδί-ήρωας της πόλης, στέκεται μπροστά στο τρόπαιο του πρωταθλήματος ενώ οι ποδοσφαιριστές κρατούν ένα πανό που αναγράφει: „THANK YOU FANS!“ και κάνει τον γύρο του θριάμβου.
Ο Μακ Κολμ δείχνει με την γροθιά του προς την κερκίδα των επισήμων και ο πατέρας του γεμίζει από περηφάνεια. Μαζί του κάθονται στην ξύλινη κερκίδα άλλοι 3.000 άνθρωποι. Μέσα σε αυτούς είναι και η Τζόις Ράισνερ.”Γύρω μας ήτανε όλοι άνθρωποι με οικογένειες. Μικρά παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι άντρες. Πολλοί από αυτούς βρέθηκαν για πρώτη φορά στη ζωή τους σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου αλλά ήρθαν για να γιορτάσουν καθώς για την πόλη ήταν μια πραγματική γιορτή”, λέει η Τζόις.
Πράγματι ήταν όλοι εκεί. Όπως και ο Μάρτιν Φλέτσερ. 12 χρονών. Δίπλα του είναι όλη η οικογένεια του. Ο αδερφός του Άντριου, ο πατέρας του Τζον, οι θείοι του Πέτερ και Έντι και ο παππούς του. Οι Φλέτσερ χτυπούσανε τα πόδια τους την ξύλινη κερκίδα γεμάτη χαρά όταν ξεκίνησε το παιχνίδι.
Το “Βάλει Παρέιντ” ήταν ένα αρκετά ελκυστικό παραδοσιακό ποδοσφαιρικό γήπεδο για τους φανατικούς οπαδούς.Τίποτα δεν είχε αλλάξει από την ολοκλήρωση της κατασκευής του το 1911. Η εξέδρα, ένας ξύλινος κολοσσός, ήταν ένα από τα σύμβολα του Μπράντφορντ. Στις αρχές της δεκαετίας του 80, ωστόσο, υπήρξαν προειδοποιήσεις ότι το γήπεδο είχε καθυστερήσει πολύ την απαιτούμενη ανακαίνιση. Οι φίλαθλοι παραπονιούνταν ότι το κλαμπ δεν έχει τοποθετήσει κάδους σκουπιδιών στις κερκίδες. Έτσι σκουπίδια πολλών αγωνιστικών μαζεύονταν κάτω από την ξύλινη κατασκευή.
Στις 11 Ιουλίου του 1984, μία ειδική ομάδα αρχιτεκτόνων ενημέρωσαν πως ακόμη και ένα τσιγάρο που θα πεταχτεί θα μπορούσε να είναι αιτία για να ξεκινήσει μία μεγάλη πυρκαγιά.
Πράγματι το club αποφάσισε να γίνει αυτή η ανακαίνιση, αμέσως μετά το τέλος της σεζόν και ήδη βρισκόταν τα μηχανήματα κοντά στο πάρκινγκ του γηπέδου με σκοπό να… πάρουν μπρος λίγες ημέρες μετά. Αλλά στις 11 Μαίου του 1985 κανένα εργοτάξιο δεν υπήρχε λόγος, να καταστρέψει το πάρτι που είχε ετοιμαστεί. Όλοι ήθελαν τη μεγαλύτερη επιτυχία του συλλόγου ύστερα από 50 χρόνια να τη γιορτάσουν στην ιστορική εξέδρα.
40 λεπτά είχαν ήδη παιχτεί το σκορ ήταν 0-0. Το παιχνίδι δεν ήταν καλό αλλά οι φίλαθλοι είχαν στήσει το δικό τους πάρτι στις κερκίδες. Η Τζόις Ράισνερ ωστόσο παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή το ματς. Η Βρετανίδα αγαπάει το ποδόσφαιρο. Ξαφνικά τους διέκοψαν οι υπεύθυνοι του συλλόγου καθώς τους ενημέρωσαν πως για αυτούς επειδή ήταν επίσημοι φιλοξενούμενοι από τη Γερμανία, υπάρχουν στα γραφεία έτοιμα τσάι και μπισκότα. “Ηθελε ακόμα πέντε λεπτά για το ημίχρονο. Δεν ήθελα ακόμη να φύγω”, θυμάται η Τζόις. Τελικά μόλις σηκώθηκε από το κάθισμα της βλέπει ξαφνικά καπνό να ανεβαίνει από την κοιλιά του ξύλινου “τέρατος.”
Λίγα μέτρα μπροστά της, ο καπνός σέρνεται από τις ρωγμές. “Δεν ένιωσα άνετα, αλλά υπήρχε ένας αστυνομικός ακριβώς δίπλα μου. Ήμουν σίγουρη ότι το πρόβλημα θα επιλυθεί αμέσως”. Η επισκέπτης από τη Γερμανία, ακολουθεί τον φιλικό κύριο του σύλλογου. Οι υπεύθυνοι ζητούν από τους φιλάθλους να αφήσουν τις θέσεις τους.
Ο Μάρτιν Φλέτσερ συνεχίζει να κάθεται στην κερκίδα με τον αδελφό του, τον πατέρα του, τον θείο και τον παππού του.
Ο καπνός γίνεται πιο δυνατός τώρα, οι νεαροί αστυνομικοί ζητούν από τους Φλέτσερ να φύγουν από τη θέση τους. “Ήμουν σίγουρος ότι η πυροσβεστική θα σβήσει γρήγορα τη μικρή φωτιά και θα μας αφήσει να επιστρέψουμε στις θέσεις μας”, λέει αργότερα ο νεαρός φίλαθλος. Ο Μάρτιν και τα μέλη της οικογένειάς του εγκαταλείπουν την περιοχή τους και σπρώχνονται προς τα ήδη γεμάτα σκαλοπάτια. Όταν ο δωδεκάχρονος γυρίζει, η φλόγα ύψους ενός μέτρου έχει φτάσει στα πλαστικά καθίσματα. Ο διαιτητής Σόου σφυρίζει το τέλος του παιχνιδιού. Το ρολόι του σταδίου δείχνει 3:41 μ.μ.
Οι ποδοσφαιριστές στο γρασίδι, βλέπουν πυκνό καπνό και φλόγες. Η εξέδρα έχει γεμίσει φωτιά. Ο Στιούαρτ Μακ Κολ ψάχνει τον πατέρα του. Δεν τον βρίσκει.
Ο Κρίστοφερ Χάμοντ ένας νεαρός φίλος της Μπράντφορντ, στέκεται με τον πατέρα του Τόνι, μόλις λίγα μέτρα από τις πρώτες εκρήξεις φωτιάς. Τα πόδια του ζεσταίνονται. Βλέπει μια μεγάλη ομάδα φιλάθλων να φεύγουν προς τα πίσω της εξέδρας. «Ευτυχώς, μας έριξαν κάτω πάνω σε άλλους φίλαθλους, προς τον αγωνιστικό χώρο. Ο Τόνι Χάμοντ αρπάζει τον γιο του. Αυτός και ο Κρις συνήθως κάθονται στην άλλη πλευρά του σταδίου, αλλά αγόρασαν τα εισιτήρια για την μεγάλη ξύλινη κερκίδα των επισήμων με την παρότρυνση της γυναίκας του γιατί “είναι πιο ασφαλές εκεί απ’ ότι αλλού με τους φανατικούς οπαδούς”.
Ο Τόνι πετάει το αγόρι του δυνατά μέσα στον αγωνιστικό χώρο για να γλιτώσει από την κόλαση της φωτιάς. «Θα μπορούσε να είχε σπάσει το χέρι του», θυμάται αργότερα, «αλλά το μόνο που ήθελα ήταν να τον βγάλω από εδώ. Και όταν το έβγαλα, σκέφτηκα, Δεν θα φύγεις από εδώ ζωντανός», ομολογεί.
Μια κλήση έκτακτης ανάγκης φτάνει στις 3:43 μ.μ. στο Πυροσβεστικό Τμήμα του Μπράντφορντ. Πολλοί από τους συναδέλφους τους ήταν εδώ και πολύ ώρα στο γήπεδο, διότι πριν από την έναρξη είχαν πουλήσει έξω από τις κερκίδες εισιτήρια για ένα φιλανθρωπικό παιχνίδι. Οι “μπάλες” φωτιάς στην εξέδρα, έχουν φτάσει εδώ και ώρα στην οροφή.
Η ξαφνική ζέστη είχε σπάσει και τα παράθυρα των γραφείων εκεί που πλέον ήταν η Τζόις και όλοι πανικοβάλλονται. Ένας νεαρός μάνατζερ τους δείχνει έναν τρόπο ελευθερίας. Τρέχουν να σωθούν! Τελικά φτάνουν στην πλατεία μπροστά από το γήπεδο. Συνεχίζουν να τρέχουν. Πολλοί άλλοι όμως δεν τα κατάφεραν. Η τεράστια φωτιά είχε λιώσει το σώμα τους στις πλαστικές καρέκλες.
Σε δευτερόλεπτα ολόκληρη η εξέδρα μετατρέπεται σε μια εκρηκτική θάλασσα φωτιάς. Ο τοξικός μαύρος καπνός βυθίζει ολόκληρη την περιοχή σε μια θανατηφόρα ομίχλη. Ο καπνός ρέει στις μύτες και τα στόματα των ανθρώπων. 43 άτομα πεθαίνουν από δηλητηρίαση από καπνό. «Ο καπνός ήταν ο χειρότερος», λέει η Τζόι.
Ο Μάρτιν Φλέτσερ είναι ακόμα στην κερκίδα. Πού είναι η οικογένειά του; Φωνάζει τον πατέρα του και δεν παίρνει καμία απάντηση. Ένα πλήθος ανθρώπων παρασέρνει τον 12χρονο και τελικά βρίσκει μια ανοιχτή έξοδο. Στη μέση των πανικοβλημένων ανθρώπων, ο Μάρτιν ωθείται στο γκαζόν και έτσι είναι ασφαλής. Μερικών καίγονται τα μαλλιά και τα μπουφάν. Κυλούν στο γρασίδι για να σβήσουν την φωτιά που καίει το σώμα τους. Ένας ηλικιωμένος περπατά στην περιοχή του πέναλτι λίγα μέτρα μακριά. Έχει πάρει όλος φωτιά.
Οπαδοί πηδούν πάνω του, σε μία προσπάθεια να σβήσουν τη φωτιά με τα μπουφάν τους. Εμοιαζε σαν να μην συνειδητοποιεί τι συνέβαινε και απλά να πήγαινε… βόλτα ενω καιγόταν! Οι τηλεοπτικές κάμερες μαγνητοσκοπούν το εξωπραγματικό τοπίο, οι εικόνες μεταφέρονται ζωντανά σε όλη τη χώρα. Όλη η βοήθεια έρχεται πολύ αργά. Ο άντρας πεθαίνει στο νοσοκομείο από τα σοβαρά εγκαύματα του ώρες αργότερα.
Ο Μάρτιν Φλέτσερ δεν είδε την σκηνή. “Μόλις ήμασταν ασφαλείς, μας είπαν ότι όλοι από την κερκίδα θα μπορούσαν να διαφύγουν επιτυχώς.” Δύο ημέρες αργότερα, εντοπίζονται τέσσερα ακόμη πτώματα. Είναι ο Άντριου, ο Τζον και ο Πέτερ Φλέτσερ.
Από την άλλη ο Κρίστοφερ Χάμοντ είναι τυχερός καθώς βλέπει τον πατέρα του ζωντανό. Αφού έριξε τον γιο του σαν… σακίδιο μέσα στον αγωνιστικό χώρο, κατάφερε να σωθεί. «Ήμουν σίγουρος ότι τα μαλλιά μου είχαν πάρει φωτιά. Φώναξα στον Κρις , αλλά μου είπε, «Μπαμπά, δεν καίνε».
Ο πατέρας και ο γιος φεύγουν από τη φρίκη. Από το… άρωμα του καπνού και του θανάτου. Όταν φτάνουν στο σπίτι, συναντούν την εντελώς ανυποψίαστη μητέρα. «Δεν είχε δει το παιχνίδι και δεν ήξερε τι συνέβαινε». Ο Τόνι πρέπει να πάει στο νοσοκομείο, κάποια εγκαύματα είναι πολύ σοβαρά. Στην αίθουσα αναμονής, ρωτά τον διπλανό του για τους τραυματισμούς του και τι του συνέβη. Του είπε ότι δεν μπορούσε να μετακινήσει τα γυαλιά του πια. Έλιωσαν στη μύτη και στα αυτιά του από τη ζέστη. Κάπως έτσι συνειδητοποίησε πως οι άνθρωποι χρειάζονται περισσότερη ιατρική βοήθεια από αυτόν. Ήταν μία μεγάλη τραγωδία. Μία γιορτή για μία ολόκληρη πόλη, κατέληξε σε φρικιαστικες στιγμές και θάνατο.
Ο παίκτης της Μπράντφορντ Στιούαρτ Μακ Κολ, ψάχνει ακόμη τον πατέρα του στο γήπεδο. Τελικά τον βρίσκει. Σοβαρά τραυματισμένος, ένας πρόχειρος επίδεσμος γύρω από το κεφάλι, στα χέρια και στο στήθος. Αλλά ζει.
Μόνο όταν έσβησε και η τελευταία σπίθα, έγινε ορατή η έκταση της τραγωδίας στο Μπράντφορντ. Η εξέδρα κάηκε εντελώς και κόστισε 56 ζωές. Πνιγμένοι, καμένοι, θρυμματισμένοι. Σύμφωνα με τις εφημερίδες, τσιγάρο πού σιγόκαιγε και το οποίο ρίχτηκε απρόσεκτα ανάμεσα στις ξύλινες σανίδες σε ένα πλαστικό κύπελλο, προκάλεσε φωτιά στα σκουπίδια που συσσωρεύονταν κάτω από τις εξέδρες.
Όλες οι προσπάθειες για να χτυπήσουν τη φωτιά στο επίκεντρο της απέτυχαν . Αυτό διότι όλοι οι πυροσβεστήρες κοντά στα καθίσματα είχαν αφαιρεθεί πριν από τον αγώνα απο φόβο βανδαλισμού. Το ξηρό ξύλο πήρε αμέσως φωτιά και μετετράπη σε μια τεράστια πυρκαγιά σε λίγα λεπτά. Στη στέγη προκλήθηκαν εκρήξεις, και υπήρξε καύση θραυσμάτων πίσσας που έσταζαν πάνω στους φιλάθλους.
Πολλοί απο τους νεκρούς θα μπορούσαν να είχαν σωθεί – αν δεν είχαν αποκλειστεί οι έξοδοι. Τα περισσότερα από τα θύματα είχαν πέσει πάνω σε θανατηφόρες παγίδες μπροστά από κλειστές σιδερένιες πόρτες.
Το δράμα που ονομάστηκε “Valley Parade Fire Disaster”. Στο Μπράντφορντ, χιλιάδες θυμούνται τους νεκρούς – και τους ήρωες.
Η ιστορία της 11ης Μαΐου 1985 δεν είναι μόνο μία ιστορία τραγωδίας και θανάτου είναι επίσης μια ιστορία ανθρωπιάς ηρωισμού και φιλανθρωπίας.. Ποδοσφαιριστές που βοήθησαν τους θεατές στον ασφαλή αγωνιστικό χώρο.
Οι νεαροί σκληροπυρηνικοί οπαδοί, που έβγαλαν πολλά μικρά παιδιά έξω από τη ζώνη κινδύνου. “Είδα νέους πανκ που είχαν ήδη σώσει τον εαυτό τους και έτρεξαν ξανά στην πυρκαγιά για να βοηθήσουν άλλους θαυμαστές”, θυμάται η Τζόις. Αργότερα ταξίδεψε ξανά στο Μπράντφορντ, μαζί με τον σύζυγό της, ο οποίος σχεδίασε ένα μνημείο για τους νεκρούς. Το γλυπτό βρίσκεται εις διπλούν μπροστά από το δημαρχείο του Μπράντφορντ και της γερμανικής πόλης Χαμ.
Η βοήθεια όλης της πόλης ήταν τεράστια όπως και πολλών τρομοκρατημένων θεατών σε όλη τη χώρα.
Ένα ταμείο βοήθειας, είχε ήδη συσταθεί 48 ώρες μετά την πυρκαγιά. Ως αποτέλεσμα των αμέτρητων θυμάτων εγκαυμάτων, το Πανεπιστήμιο του Μπράντφορντ δημιούργησε την “Ερευνητική μονάδα πλαστικής χειρουργικής και εγκαυμάτων”.
Σήμερα η κλινική εξειδίκευσης για μοσχεύματα δέρματος είναι μια από τις καλύτερες στον κόσμο. Η Τζόις αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που υπέστη σοβαρά εγκαύματα από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα σε ηλικία δέκα ετών στις 11 Μαΐου του 1985 αλλά τώρα εργάζεται ως αεροσυνοδός.
35 χρόνια αργότερα, κανείς δεν μπορεί να πει με σαφήνεια πόσες πληγές άφησε η καταστροφή του Μπράντφορντ.
Ο Μάρτιν Φλέτσερ, το αγόρι που έχασε τέσσερα μέλη της οικογένειας του, ένιωσε σαν του κλέψανε την παιδική ηλικία.
Οι τραγωδίες χρειάζονται ήρωες και ο αγγλικός Τύπος τον αποκάλεσε ως το “αθώο πρόσωπο των επιζώντων” και ως “το πιο γενναίο αγόρι στη Βρετανία”. Για τέσσερα χρόνια έβλεπε το πρόσωπό του σε εφημερίδες σχεδόν κάθε εβδομάδα. Ο ίδιος το μόνο που σκεφτόταν ήταν αυτό που είχε πει: “Μία μέρα πήγα στο γήπεδο και γύρισα χωρίς αδερφό και χωρίς πατέρα”.
Η μοίρα στο μεταξύ δεν τον… διευκόλυνε ούτε αργότερα. Τον Απρίλιο του 1989, ως πλέον οπαδος της Νότιγχαμ επέστρεψε απο ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Η Φόρεστ έπαιζε εναντίον της Λίβερπουλ. Το γήπεδο ήταν το Χίλσμπορο!